• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: merest, mere

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
merest,
the merest
adj
(slightest)ο ελάχιστος περίφρ
  ο παραμικρός περίφρ
 Some insects are so small that they float away on the merest breeze.
 She was afraid that the bowl would break at her merest touch.
 Μερικά έντομα είναι τόσο μικρά που παρασύρονται από το ελάχιστο αεράκι.
 Φοβόταν ότι το μπολ θα έσπαγε με το παραμικρό άγγιγμα.
merest,
the merest
adj
(least significant)ο ελάχιστος περίφρ
  και μόνο με περίφρ
 He trembled at the merest hint of trouble.
 The knight obeyed his lady's merest whim.
 Έτρεμε και μόνο με τη σκέψη ότι θα έχει μπελάδες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mere adj (just, no more than) (για ποσότητα)μόνο, μόλις επίρ
  (καθομιλουμένη: για ποσότητα)όλο κι όλο, με το ζόρι φρ ως επίρ
  (για έννοια, ιδιότητα)απλός επίθ
  απλά επίρ
 As a mere employee, I have no power to hire or fire anyone.
 The farmer harvested a mere 200 pounds of potatoes from his entire field.
 It takes mere minutes to make this simple recipe.
 Ο αγρότης έβγαλε μόνο 100 κιλά πατάτες από ολόκληρο το χωράφι του.
 Αυτή η απλή συνταγή φτιάχνεται σε λίγα λεπτά όλα και όλα.
 Ως απλός υπάλληλος δεν έχω δικαιοδοσία να προσλάβω ή να απολύσω κανέναν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mere n NZ (weapon) (ανεπ: όπλο των Μαορί)μέρε ουσ ουδ άκλ
 The Maori fighter was trained in the use of a mere.
mere n UK, literary (lake, pond)λίμνη ουσ θηλ
  λιμνούλα ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
mere | merest
ΑγγλικάΕλληνικά
mere chance n (coincidence alone)καθαρή τύχη επίθ + ουσ θηλ
  μόνο από τύχη περίφρ
 He didn't win by mere chance; he was the best-trained and strongest of the racers.
mere child n (very young person) (μεταφορικά)παιδί, παιδαρέλι, μωρό ουσ ουδ
  (μειωτικό)παιδί ακόμα, μωρό ακόμα περίφρ
 A mere child can't be expected to understand the stock market.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι παιδί ακόμα. Τι περιμένεις να ξέρει για τη ζωή και τις δυσκολίες τις;
mere cipher,
UK: mere cypher
n
figurative (symbol) (μεταφορικά)ένα τίποτα, ένα τίποτε έκφρ
  με διακοσμητικό ρόλο, που παίζει διακοσμητικό ρόλο περίφρ
  ασήμαντος, μηδαμινός επίθ
mere existence n (very presence, fact of existing)η ύπαρξη και μόνο περίφρ
  η ίδια η ύπαρξη περίφρ
  αυτός καθεαυτός περίφρ
 Is the mere existence of the death penalty sufficient to deter crime? They not only doubt the scope of climate change, but its mere existence.
mere shadow n ([sth] or [sb] weaker than before) (μεταφορικά)σκιά ουσ θηλ
 Following his long illness he is a mere shadow of his former self.
 Μετά τη μακρόχρονη ασθένειά του δεν είναι παρά μια σκιά του παλιού του εαυτού.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση merest στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «merest».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!