• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: shortest, short

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shortest adj (least tall)κοντύτερος επίθ
shortest adj (lasting least time)συντομότερος επίθ
  μικρότερος σε διάρκεια φρ ως επίθ
shortest adj (distance: least far)μικρότερος επίθ
  κοντινότερος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
short adj (length)κοντός επίθ
  (επίσημο)βραχύς επίθ
 Please hand me the short rope.
 Σε παρακαλώ δώσε μου το κοντό σκοινί.
short adj (height: not tall)κοντός επίθ
 The boy is too short to reach.
 Το παιδί είναι πολύ κοντό και δεν φτάνει.
short adj (clothing: not long)κοντός επίθ
 His trousers were short, so you could see quite a bit of hairy leg above his socks when he sat down. Is this skirt too short to wear to a wedding?
 Το παντελόνι του ήταν κοντό, οπότε φαινόταν αρκετό μέρος από του τριχωτού ποδιού του πάνω από τις κάλτσες του όταν κάθισε.
short adj (hair: not long)κοντός επίθ
 Short hair is easier to take care of.
short adj (distance: not far)μικρός επίθ
 It's only a short walk from here.
 Είναι πολύ μικρή η απόσταση από εδώ.
short adj (of brief duration)σύντομος επίθ
  (επίσημο)βραχύς επίθ
  (καθομιλουμένη)μικρός
 That movie was very short.
 Αυτή η ταινία ήταν πολύ σύντομη.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ήταν βραχύς ο βίος του.
short adj (concise)σύντομος επίθ
 Her speech was short and to the point.
 Η ομιλία της ήταν σύντομη και επί του θέματος.
short for [sth] adj + prep (abbreviation of) (για όνομα)υποκοριστικό ουσ ουδ
  (για άλλη λέξη)συντομογραφία ουσ θηλ
  σύντμηση ουσ θηλ
 The name "Betty" is sometimes short for "Elizabeth".
 Το όνομα Μπέτυ είναι μερικές φορές το υποκοριστικό του Ελίζαμπεθ.
short with [sb] adj + prep informal (abrupt, curt) (άνθρωπος)απότομος επίθ
  (απάντηση, σχόλιο κλπ.)απότομος, κοφτός, ξερός επίθ
 When I asked him if he could help, he was rather short with me.
 Όταν ζήτησα τη βοήθειά του, ήταν κάπως απότομος μαζί μου.
 Όταν ζήτησα τη βοήθειά του, μου έδωσε μια κάπως κοφτή απάντηση.
be short on [sth] v expr informal (short of: not enough)ξεμένω από κτ ρ αμ + πρόθ
 We're short on printer ink.
 Ξεμείναμε από μελάνι για τον εκτυπωτή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
short adj figurative (finance: of a short sale) (για πώληση)ανοικτός επίθ
 He held a short position on the stock.
short adj (phonetics)βραχύς επίθ
 The short vowels are common in English.
short adj (of a small drink)σφηνάκι ουσ ουδ
 I'd like a short cocktail, please.
 Ένα κοκτέιλ σε σφηνάκι, παρακαλώ.
short adj (abbreviated)συντομευμένος μτχ πρκ
  συντετμημένος μτχ ενεστ
 I'm is the short form of I am.
short on [sth] adj + prep pejorative, informal (lacking)μου λείπει κτ περίφρ
  δεν έχω κτ περίφρ
  υστερώ σε κτ περίφρ
 The new leader of the party is short on charm; he'll never win over the voters.
short adv (suddenly)απότομα επίρ
 The sight of the accident made us stop short.
short adv (on near side of a target) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 The arrow fell short.
 Το βέλος δεν έφτασε τον στόχο.
short adv (baseball: position)σε θέση short περίφρ
 The outfielders were playing short.
short adv (insufficient) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
Σχόλιο: Κατά περίπτωση, μπορεί να αποδοθεί και ως «δεν τα καταφέρνω», «αποδεικνύομαι λίγος» κ.λπ.
 The cashier came up short.
 Ο ταμίας δεν είχε αρκετά χρήματα για ρέστα.
short n (cinema: brief film)ταινία μικρού μήκους φρ ως ουσ θηλ
 Bill produced a short that won a prize.
short n (electricity: short circuit)βραχυκύκλωμα ουσ ουδ
 Crossed wires produced a short in the system.
short n (garment size) (σπάνιο: για ρούχα)short ουσ ουδ άκλ
 My coat is a forty-two short.
short n (baseball: position)σε θέση short περίφρ
 Daniels is playing third, while James is at short.
shorts npl (short pants)σορτς ουσ ουδ άκλ
  (συνήθως γυναικείο)σορτσάκι ουσ ουδ
  (σπάνιο)κοντό παντελόνι επίθ + ουσ ουδ
 I'll wear shorts and sandals, since it's hot today.
 Θα φορέσω πέδιλα και σορτς σήμερα με τόση ζέστη.
 Θα φορέσω πέδιλα και σορτσάκι σήμερα με τόση ζέστη.
 Θα φορέσω πέδιλα και κοντό παντελόνι σήμερα με τόση ζέστη.
short of doing [sth] prep (except)εκτός από το να κάνω κτ έκφρ
 I don't know what to do, short of leaving.
 Δεν ξέρω τι να κάνω, εκτός από το να φύγω.
short vi (short circuit)βραχυκυκλώνω ρ αμ
  παθαίνω βραχυκύκλωμα ρ αμ + ουσ ουδ
 The entire circuit shorted out.
short [sth] vtr (short circuit)βραχυκυκλώνω ρ μ
  προκαλώ βραχυκύκλωμα σε κτ έκφρ
 Dripping water shorted the fuse box.
short [sth] vtr (to sell shares short)κάνω ανοιχτή πώληση περίφρ
  κάνω short selling περίφρ
 He shorted the stock because he thought the value was going to fall.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
short | shortest
ΑγγλικάΕλληνικά
come up short vi phrasal + adj informal (disappoint)απογοητεύω ρ μ
  είμαι απογοητευτικός ρ έκφρ
Σχόλιο: Το ρήμα «απογοητεύω» είναι και αμετάβατο.
 Ari had hoped to raise $1000 for charity, but his efforts came up short by $200.
cut [sth] short,
cut short [sth]
vtr phrasal sep
(interrupt, finish prematurely)διακόπτω ρ μ
  σταματάω κτ νωρίτερα, σταματώ κτ νωρίτερα ρ μ + πρόθ
 We had to cut the vacation short when Jim broke his ankle.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
shortest | short
ΑγγλικάΕλληνικά
shortest way n (quickest route)ο γρηγορότερος δρόμος, η συντομότερη διαδρομή έκφρ
 The shortest way home is by driving over the mountain.
shortest way n informal (fastest method)γρηγορότερος τρόπος επίθ + ουσ αρσ
 The shortest way to do the calculations would be on the computer.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'shortest' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση shortest στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «shortest».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!