insatiable

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪnˈseɪʃəbəl/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ɪnˈseɪʃəbəl, -ʃiə-/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(in sāshə bəl, -shē ə-)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
insatiable adj (impossible to satisfy)ακόρεστος, ανικανοποίητος επίθ
  (μεταφορικά)αχόρταγος επίθ
 Your appetite is insatiable!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
insatiable desire n (constant need or want) (μεταφορικά)ακόρεστη δίψα για κτ περίφρ
  (λόγιος)διακαής πόθος επίθ + ουσ ουδ
 Every great athlete has an insatiable desire to win.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'insatiable' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση insatiable στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «insatiable».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!