• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: rippled, ripple

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rippled adj (having an undulating shape)κυματοειδής επίθ
  κυματιστός επίθ
  πτυχωτός επίθ
  ριτυδωμένος μτχ πρκ
 Sunlight shimmered on the pond's rippled surface.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ripple n (small wave)κυματάκι ουσ ουδ
  κυματισμός ουσ αρσ
  (μεταφορικά)ρυτίδα ουσ θηλ
 Simon sat on the shore, looking at the ripples on the surface of the lake.
 Ο Σάιμον κάθισε στην ακτή, κοιτάζοντας τους κυματισμούς στην επιφάνεια της λίμνης.
ripple vi (form small waves)κυματίζω ρ αμ
  κάνω κυματάκια, σχηματίζω κυματάκια περίφρ
  (μεταφορικά)ρυτιδιάζω, ρυτιδώνομαι ρ αμ
 The water rippled as the boat moved through it.
 Το νερό έκανε κυματάκια (or: σχημάτιζε κυματάκια) καθώς περνούσε το σκάφος.
ripple [sth] vtr (cause to form small waves)δημιουργώ κυματάκια σε κτ έκφρ
  (μεταφορικά)ρυτιδιάζω ρ μ
 A gentle breeze rippled the surface of the pond.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ripple n (sound) (μεταφορικά: π.χ. γέλιο)κελαρυστός επίθ
  (μεταφορικά)κελάρυσμα, γαργάρισμα ουσ ουδ
 When the mayor mounted the stage, a ripple of murmurs broke out in the room.
ripple n (undulation)κύματα ουσ ουδ πλ
  κυματιστά επίρ
  (είδος κίνησης)κυματισμός ουσ αρσ
 Bethan's hair fell down her back in ripples.
ripple vi figurative (news: spread)εξαπλώνομαι, διαδίδομαι ρ αμ
 The news rippled through the village.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ripple | rippled
ΑγγλικάΕλληνικά
ripple effect n (spread or influence of [sth](μεταφορικά: αρνητικές καταστάσεις)αλυσιδωτή αντίδραση φρ ως ουσ θηλ
  (μεταφορικά)αλλεπάλληλα κύματα φρ ως ουσ ουδ πληθ
  φαινόμενο μεγάλης έντασης που εξαπλώνεται σαν κύμα περίφρ
  απανωτός επίθ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει, πάντα, αντιστοιχία στη δομή.
 When one person applauds and everyone else joins in, that's the ripple effect at work.
 Όταν ένα άτομο χειροκροτεί και, στη συνέχεια, τον μιμούνται κι άλλοι, τότε μιλάμε για αλλεπάλληλα κύματα χειροκροτημάτων.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'rippled' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση rippled στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «rippled».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!