riser

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈraɪzər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈraɪzɚ/ ,USA pronunciation: respelling(rīzər)

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
riser n usually plural (step-like platform)βάθρο ουσ ουδ
  (μεταφορικά)σκαλάκι ουσ ουδ
 The choir stood on risers behind the orchestra.
riser n (vertical part of step) (κάθετη επιφάνεια σκαλοπατιού)ρίχτι ουσ ουδ
  (επίσημο)μετόπη ουσ θηλ
  μετοπική πλευρά φρ ως ουσ θηλ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη)ποδιά ουσ θηλ
 Our staircase has varnished wood treads and cream painted risers.
 Η σκάλα μας διαθέτει λουστραρισμένα ξύλινα σκαλοπάτια και ρίχτια σε κρεμ χρώμα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
riser n (person who gets out of bed)που σηκώνεται, που ξυπνά περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 My husband is a cranky riser, so I don't bother him until lunchtime.
 Ο άντρας μου είναι γκρινιάρης όταν σηκώνεται οπότε τον αφήνω ήσυχο μέχρι την ώρα του μεσημεριανού.
riser n (metallurgy: mold) (μεταλλουργία: αποθήκη υλικού)δεύτερη μπουκαδούρα επίθ + ουσ θηλ
  ψευδοκεφαλή ουσ θηλ
 The chemist poured the metal into the riser.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
early riser n (person who gets up early)αυτός που ξυπνάει νωρίς το πρωί περίφρ
  πρωινός τύπος φρ ως ουσ αρσ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 Maybe he was always such an early riser because he grew up on a farm.
late riser n (person who gets up late)κπ που ξυπνάει αργά περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση riser στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «riser».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!