• WordReference

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ripped-off adj slang (swindled)εξαπατημένος μτχ πρκ
  που τον έχουν εξαπατήσει περίφρ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)που τον έχουν κλέψει περίφρ
 The ripped-off consumers got together to sue the company.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
get ripped off v expr slang (be swindled) (μεταφορικά)με γδύνει κπ έκφρ
  με κατακλέβει κπ έκφρ
 Jack got ripped off when he bought a designer watch which turned out to be a fake.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήγαμε σε ένα καινούριο εστιατόριο και μας έγδυσαν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ripped-off στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ripped-off».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!