Σε αυτή τη σελίδα: ripened, ripen

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ripened adj (crop, fruit: mature)ώριμος επίθ
 In September, workers harvest the ripened grapes.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ripen vi (fruit, etc.: mature)ωριμάζω, μεστώνω ρ αμ
 You can't eat the bananas now; wait until they ripen.
ripen [sth] vtr (fruit, etc.: make ripe)κάνω κτ να ωριμάσει περίφρ
  βοηθάω κτ να ωριμάσει περίφρ
 You can ripen the peaches by leaving them outside of the refrigerator.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ripened | ripen
ΑγγλικάΕλληνικά
vine-ripened tomato n (tomato ripened on the plant)ώριμη ντομάτα επίθ + ουσ θηλ
  γινωμένη ντομάτα μτχ πρκ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'ripened' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ripened στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ripened».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!