untreated

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ʌnˈtriːtɪd/US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ʌnˈtritɪd/

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
untreated adj (not given medical attention) (υγεία)χωρίς θεραπεία, χωρίς αγωγή περίφρ
 If left untreated, anaphylactic shock can be fatal.
untreated adj (not processed)ανεπεξέργαστος, ακατέργαστος επίθ
 You should not use untreated wood to build your deck because it will begin to rot very quickly.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'untreated' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση untreated στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «untreated».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!