Κύριες μεταφράσεις |
petition n | (list of signatures) | αίτημα ουσ ουδ |
| | λίστα υπογραφών φρ ως ουσ θηλ |
| The petition to oust the governor had 50,000 signatures. |
| Το αίτημα για την απομάκρυνση του κυβερνήτη είχε 50.000 υπογραφές. |
petition n | (law: request) (νομικό) | αίτημα ουσ θηλ |
| The judge refused the plaintiff's petition for a delay in the proceedings. |
| Ο δικαστής απέρριψε το αίτημα του κατηγόρου για αναβολή της διαδικασίας. |
petition for [sth] vtr | (law: request) (επίσημο: κάτι) | αιτούμαι ρ μ |
| (για κάτι) | προβάλλω αίτημα, υποβάλλω αίτημα περίφρ |
| | ζητάω, ζητώ ρ μ |
| You should petition the court for a protection order. |
| Πρέπει να υποβάλεις αίτημα για έκδοση εντολής προστασίας από το δικαστήριο. |
| Πρέπει να ζητήσεις εντολή προστασίας από το δικαστήριο. |
petition [sb] for [sth]⇒ vtr | (law: request) | αιτούμαι κτ από κπ ρ μ + πρόθ |
| The lawyer petitioned the president for a pardon. |
petition [sb], petition [sb] to do [sth]⇒ vtr | (make formal request to) (επίσημο) | προβάλλω αίτημα σε κτ έκφρ |
| | ζητάω από κπ να κάνει κτ, ζητώ από κπ να κάνει κτ έκφρ |
| Parents petitioned the principal to cancel the assembly. |
| Οι γονείς προέβαλαν στον διευθυντή το αίτημα να ακυρωθεί η συνέλευση. |
| Οι γονείς ζήτησαν από τον διευθυντή να ακυρωθεί η συνέλευση. |
petition⇒ vi | (make formal request) (επίσημο) | αιτούμαι ρ μ |
| | ζητάω, ζητώ ρ μ |
| The citizens were against the zoning laws, so they petitioned. |