pet

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpɛt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/pɛt/ ,USA pronunciation: respelling(pet)

Inflections of 'pet' (v): (⇒ conjugate)
pets
v 3rd person singular
petting
v pres p
petted
v past
petted
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pet n (domestic animal) (για ζώο)κατοικίδιο επίθ ως ουσ ουδ
 She has three pets: a dog and two cats.
 Έχει τρία κατοικίδια: ένα σκύλο και δύο γάτες.
pet [sth] vtr (pat, caress an animal)χαϊδεύω ρ μ
 I could feel the dog's thick fur when I petted him.
 Ένιωσα την πυκνή γούνα του σκύλου καθώς τον χάιδευα.
pet adj (domesticated)κατοικίδιος επίθ
  (επίσημο)οικόσιτος επίθ
 Caroline keeps three pet snakes.
 Η Κάρολαϊν έχει τρία κατοικίδια φίδια.
pet adj (favourite)αγαπημένος μτχ πρκ
  (επίσημο)προσφιλής επίθ
 Advising the new employees is his pet project.
 Το να συμβουλεύει τους νέους υπαλλήλους είναι το αγαπημένο του πρότζεκτ.
pet n (favourite person)αγαπημένος μτχ πρκ
  χαϊδεμένος μτχ πρκ
 Bobby is the boss's pet.
 Ο Μπόμπυ είναι ο αγαπημένος του αφεντικού.
pet n informal, UK (term of affection) (μεταφορικά)καρδούλα μου, ψυχούλα μου έκφρ
  αγάπη μου έκφρ
  γλυκέ μου, γλυκιά μου έκφρ
 Hello, pet, how are you today?
 Γεια σου, αγάπη μου, πώς είσαι σήμερα;
pet vi (couple: touch sexually) (αργκό)φασώνομαι, χαμουρεύομαι ρ αμ
  (καθομ: πιο ήπιο)χαιδεύομαι ρ αμ
  φιλιέμαι ρ αμ
  (παλαιό)χαϊδολογιέμαι ρ αμ
Σχόλιο: Usually used in continuous tenses.
 The lifeguard told the couple off for petting in the swimming pool.
 Ο ναυαγοσώστης επέπληξε το ζευγάρι επειδή χαμουρεύονταν στην πισίνα.
pet [sb] vtr (person: treat well)καλομαθαίνω ρ μ
Σχόλιο: Often used in the passive.
 Elizabeth was coddled and petted throughout her childhood.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
PET n acronym (medicine) (ιατρική)ποζιτρονική τομογραφία επίθ + ουσ θηλ
  PET ουσ ουδ άκλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
house pet n (domestic animal kept indoors)κατοικίδιο επίθ ως ουσ ουδ
 John keeps a wallaby as a house pet, but dogs and cats are more the norm!
pet food n (feed for domestic animals)τροφή για κατοικίδια περίφρ
 Susan has three dogs and five cats, so she spends a lot of money on pet food.
pet friendly,
pet-friendly
adj
(that welcomes domestic animals)φιλικός προς τα κατοικίδια φρ ως επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when adj comes before the noun it modifies
 The motel was pet friendly so my brother could bring his two best friends, his dogs.
pet name n (affectionate nickname)χαϊδευτικό επίθ ως ουσ ουδ
 Gillian's pet name for her husband is "Sweet Pea."
pet peeve n informal (particular source of annoyance)κτ που μου τη δίνει περίφρ
  κτ που μου σπάει τα νεύρα περίφρ
  κτ που με εκνευρίζει περίφρ
  κτ που δεν αντέχω περίφρ
PET scan n (medicine: image)τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων φρ ως ουσ θηλ
PET scan n (medicine: exam)τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων φρ ως ουσ θηλ
pet sitting n (minding [sb] else's pet)φύλαξη κατοικίδιων ζώων περίφρ
  φύλαξη κατοικίδιων περίφρ
  (καθομιλουμένη)pet sitting ουσ ουδ άκλ
 Ruth is doing some pet sitting for her parents while they are abroad.
pet-sitting n as adj (relating to minding pet)φύλαξης κατοικίδιων ζώων περίφρ
  φύλαξης κατοικιδίων περίφρ
  (καθομιλουμένη)του pet sitting περίφρ
pet store (US),
pet shop (UK)
n
(shop selling animals, feed, etc.)καταστήματα κατοικίδιων φρ ως ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)pet shop ουσ ουδ άκλ
 The pet store sells a wide range of tropical fish.
pet-sit vi (mind [sb] else's pet)προσέχω κατοικίδιο ρ μ + ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)κάνω pet sitting έκφρ
teacher's pet n figurative (pupil favoured by a tutor)αγαπημένος μαθητής επίθ + ουσ αρσ
  ο χαϊδεμένος του δασκάλου, ο χαϊδεμένος της δασκάλας έκφρ
 Ben accused his brother of being the teacher's pet.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'pet' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: pet the [cat, dog], [have, keep] a pet, has a pet [dog, cat, bird], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pet στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pet».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!