peck

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpɛk/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/pɛk/ ,USA pronunciation: respelling(pek)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
peck vi (bird: bite or pick with beak)ραμφίζω, τσιμπάω, τσιμπώ ρ αμ
 Pigeons always seem to me to be pecking.
 Τα περιστέρια μου φαίνεται πάντα ότι ραμφίζουν.
peck [sb] vtr (kiss lightly)φιλάω πεταχτά περίφρ
 He just pecked me on the cheek and ran out the door.
 Απλά με φίλησε πεταχτά στο μάγουλο κι έφυγε τρέχοντας.
peck n informal (small kiss)φιλάκι ουσ ουδ
  πεταχτό φιλάκι επίθ + ουσ ουδ
 It wasn't a full kiss; just a peck.
 Δεν ήταν κανονικό φιλί, απλά ένα πεταχτό φιλάκι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
peck n US, informal (large amount) (μεταφορικά)σωρός ουσ αρσ
  πολύς επίθ
 We've had a peck of troubles with the new house.
 Είχαμε ένα σωρό μπελάδες με το καινούριο σπίτι.
 Είχαμε πολλούς μπελάδες με το καινούριο σπίτι.
peck n (dry measure: quarter bushel)μονάδα μέτρησης στερεών, 8.8 λίτρα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The fruit vendor sold the woman a peck of cooking apples.
peck [sth] vtr (bird: puncture with beak)τσιμπάω, τσιμπώ ρ μ
  ραμφίζω ρ μ
 Blue-tits have been pecking the tops of the milk bottles again.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
peck at [sth] vtr phrasal insep (bird: poke with beak)ραμφίζω ρ μ
 The woodpecker pecked at the tree until he had drilled a hole into the bark.
 Ο τρυποκάρυδος ράμφισε το δέντρο μέχρι που έφτιαξε μια τρύπα στο φλοιό.
peck at [sth] vtr phrasal insep (bird: eat with beak)ραμφίζω ρ μ
 I love to watch birds pecking at the seeds in the park.
peck at [sth] vtr phrasal insep figurative (person: nibble) (μεταφορικά)τσιμπολογάω, τσιμπάω ρ μ
 He pecks at his food since he lost his appetite during the illness.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τσιμπάει το μεσημέρι και τρώει πλήρες γεύμα το βράδυ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
peck on the cheek n (small kiss on cheek)φιλάκι στο μάγουλο φρ ως ουσ ουδ
  πεταχτό φιλάκι επίθ + ουσ ουδ
pecking order,
peck order
n
figurative, colloquial (hierarchy)ιεραρχία ουσ θηλ
 My first job at the office was making the tea. I was at the bottom of the pecking order.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'peck' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
pk
Συμφράσεις: a [sharp, little, quick] peck, pecked her on the [cheek, lips], gave him a peck on the [forehead, cheek, lips], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση peck στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «peck».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!