Επιπλέον μεταφράσεις |
park n | US (sports stadium) | γήπεδο, στάδιο ουσ ουδ άκλ |
| | αγωνιστικός χώρος επίθ + ουσ αρσ |
| The baseball slugger hit the ball out of the park. |
park n | (preserve) (εθνικός) | δρυμός ουσ αρσ |
| The Grand Canyon is one of our largest national parks. |
park n | UK (land around country house) | πάρκο ουσ ουδ |
| | κτήμα ουσ ουδ |
| | κήπος ουσ αρσ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία και αποδίδεται κατά περίπτωση. |
| The Duke went for a walk around the park. |
park [sth]⇒ vtr | slang, figurative (place, deposit: [sth]) (μεταφορικά) | παρκάρω ρ μ |
| He parked his backside in the armchair and fell asleep. |
park [sth] vtr | figurative, informal (temporarily put aside) | αφήνω κτ στην άκρη έκφρ |
| Let's park that idea for now until we can discuss it with Jon. |
Σύνθετοι τύποι:
|
amusement park n | UK (funfair) | λούνα πάρκ ουσ ουδ άκλ |
| I went to the amusement park with my family last summer. |
| Το περασμένο καλοκαίρι πήγα στο λούνα παρκ με την οικογένειά μου. |
amusement park n | US (park with rides, etc.) | λούνα πάρκ ουσ ουδ άκλ |
| The roller coaster was his favorite amusement park ride. |
| Το τρενάκι ήταν το αγαπημένο του παιχνίδι στο λούνα παρκ. |
business park n | (industrial or commercial area) (βιομηχανίες, βιοτεχνίες) | βιομηχανικό πάρκο επίθ + ουσ ουδ |
| (επιχειρήσεις) | επιχειρηματικό πάρκο επίθ + ουσ ουδ |
Central Park n | (public space in New York City) | Σέντραλ Παρκ ουσ ουδ κύρ |
| Central Park is the most visited city park in the US. |
double-park⇒ vi | (car: park parallel) | διπλοπαρκάρω ρ αμ |
| The parking spaces were all taken, so I had to double-park. |
game park | (wildlife reserve) | πάρκο άγριων ζώων φρ ως ουσ ουδ |
industrial park, also UK: industrial estate n | (business district) | βιομηχανική ζώνη επίθ + ουσ θηλ |
| I have a warehouse located in the industrial park. |
| We plan to build our factory in the industrial estate outside the city. |
| Έχω μια αποθήκη που βρίσκεται στη βιομηχανική ζώνη. // Σχεδιάζουμε να χτίσουμε το εργοστάσιο στη βιομηχανική ζώνη έξω από την πόλη. |
lawned park n | (area of mown grass) | έκταση με γκαζόν περίφρ |
national park n | (protected natural area) | εθνικός δρυμός επίθ + ουσ αρσ |
| This national park has waterfalls, exotic birds and an easy walking trail. |
parallel park vi | (park along curb in line with other vehicles) | παρκάρω παράλληλα ρ αμ + επίρ |
| | κάνω παράλληλο παρκάρισμα περίφρ |
| | σταθμεύω παράλληλα ρ αμ + επίρ |
park bench n | (long seat in park) | παγκάκι ουσ ουδ |
| Two old ladies were sitting on a park bench. |
park-and-ride n | (bus service from town outskirts) | δρομολόγιο λεωφορείου από τα προάστια προς το κέντρο της πόλης |
Σχόλιο: Αυτό το σύστημα έχει ως στόχο να ενθαρρύνει τους πολίτες να παρκάρουν το αυτοκίνητό τους στα προάστια και να παίρνουν το λεωφορείο προς αποφυγή κυκλοφοριακής συμφόρησης στο κέντρο της πόλης. |
park-and-ride adj | (relating to bus service) | που σχετίζεται με το δρομολόγιο λεωφορείου από τα προάστια προς το κέντρο της πόλης |
parking garage (US), multi-storey car park (UK) n | (multi-story lot) | κτίριο πάρκινγκ φρ ως ουσ ουδ |
| | πάρκινγκ, γκαράζ ουσ ουδ άκλ |
| | πολυόροφο γκαράζ επίθ + ουσ ουδ άκλ |
| Andy left his car on the top story of the parking garage. |
parking lot, car lot, lot (US), car park (UK) n | (vehicle parking area) | πάρκινγκ ουσ ουδ άκλ |
| | χώρος στάθμευσης φρ ως ουσ αρσ |
| I left my car in the parking lot. |
| Άφησα το αυτοκίνητό μου στο πάρκινγκ. |
playground, play park n | (children's outdoor play area) | παιδική χαρά φρ ως ουσ θηλ |
| Steve watched his kids playing in the playground. |
| Ο Στηβ παρακολουθούσε τα παιδιά του να παίζουν στην παιδική χαρά. |
public park n | (recreational area of grassland) | πάρκο ουσ ουδ |
| (κατά λέξη) | δημόσιο πάρκο επίθ + ουσ ουδ |
| You shouldn't litter in a public park. |
| The city planners insisted that some land be set aside for public parks. |
| Δεν πρέπει να ρίχνετε σκουπίδια στο πάρκο. // Οι πολεοδόμοι επέμειναν να κρατηθούν κάποια κομμάτια γης για πάρκα. |
safari park n | (parklike zoo) | ζωολογικός κήπος όπου τα ζώα τριγυρνούν ελεύθερα και το κοινό περνά με το αυτοκίνητο |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει καθιερωμένος αντίστοιχος όρος. Ενίοτε αποδίδεται ως «πάρκο σαφάρι». |
skate park n | (area for skateboarding) | πάρκο για σκέιτμπορντ ουσ ουδ |
Σχόλιο: σκέιτμπορντ: ξενικό, άκλιτο |
| Every afternoon they go to the skate park to practise their skateboarding. |
state park n | (protected green space) | εθνικό πάρκο φρ ως ουσ ουδ |
| | εθνικός δρυμός φρ ως ουσ αρσ |
theme park n | (fairground) | θεματικό πάρκο ουσ ουδ |
| The Walt Disney Company operates theme parks in the US, France, Japan, and China. |
| Η εταιρεία Γουόλτ Ντίσνεϋ έχει θεματικά πάρκα σε ΗΠΑ, Γαλλία, Ιαπωνία και Κίνα. |
trailer park, trailer camp (US), caravan site (UK) n | (mobile home site) | οικισμός με τροχόσπιτα περίφρ |
| Due to the light weight of trailers, tornadoes often cause the most damage in trailer parks. |
a walk in the park n | figurative (very easy) | πολύ εύκολος φρ ως επίθ |
| (καθομιλουμένη) | πανεύκολος επίθ |
| | παιχνιδάκι ουσ ως επίθ |
| (αργκό) | ευκολάκι ουσ ως επίθ |
| Now we've worked out how to deal with the problems, the rest of this project should be a walk in the park. |
water park n | (aquatic leisure venue) | water park ουσ ουδ άκλ |
| | υδάτινο πάρκο επίθ + ουσ ουδ |
| The water park features slides, rafting, and a giant wave pool. |
wildlife park, animal park n | (animal reserve) | πάρκο άγριας ζωής, πάρκο άγριας πανίδας, πάρκο άγριων ζώων φρ ως ουσ ουδ |