opposing

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əˈpəʊzɪŋ/US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/əˈpoʊzɪŋ/

From the verb oppose: (⇒ conjugate)
opposing is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: opposing, oppose

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
opposing adj (sport: opposite) (αθλητικά)αντίπαλος επίθ
 The opposing team played a lot better than us, I admit.
 Ομολογώ πως η αντίπαλη ομάδα έπαιξε πολύ καλύτερα από μας.
opposing adj (military: enemy) (στρατός)αντίπαλος επίθ
 The opposing army planned to ambush the invaders.
 Ο αντίπαλος εχθρός σχεδίασε να στήσει ενέδρα στους εισβολείς.
opposing adj (facing, opposite)απέναντι επίθ άκλ
  αντικρινός, αντικριστός επίθ
 The illustration on the opposing page shows each breed.
 Η εικόνα στην απέναντι σελίδα δείχνει την κάθε ράτσα.
 Η εικόνα στην αντικρινή (or: αντικριστή) σελίδα δείχνει την κάθε ράτσα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
oppose [sth/sb] vtr ([sb]: resist, go against) (επίσημο)αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)πάω κόντρα έκφρ
 He opposed his parents' idea of an arranged marriage.
 Αντιτέθηκε (or: αντιτάχθηκε) στην ιδέα των γονιών της για συνοικέσιο.
 Πήγε κόντρα στην ιδέα των γονιών της για συνοικέσιο.
oppose [sth] vtr (idea: disagree with) (επίσημο)αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι ρ μ
  (καθομιλουμένη)πάω κόντρα έκφρ
 Everyone opposed Neil's idea to go camping.
 Όλοι αντιτέθηκαν (or: αντιτάχθηκαν) στην ιδέα του Νιλ να πάνε για κάμπινγκ.
 Όλοι πήγαν κόντρα στην ιδέα του Νιλ να πάνε για κάμπινγκ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
opposing | oppose
ΑγγλικάΕλληνικά
opposing party n (political party that opposes the government)αντιπολίτευση ουσ θηλ
 Members of the opposing party jeered the president and were censured by the majority.
opposing party n (other person in a dispute)αντίδικος ουσ αρσ
 When participating in a formal debate one should always be respectful toward the opposing party.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'opposing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση opposing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «opposing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!