WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| rival n | (adversary, opponent) | αντίπαλος ουσ αρσ/θηλ |
| | | ανταγωνιστής, ανταγωνίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | She has several rivals for the mayor's office. |
| | Έχει αρκετούς αντιπάλους που διεκδικούν το δημαρχιακό αξίωμα. |
| rival adj | (competing, opposing) | αντίπαλος επίθ |
| | Rival fans clashed outside the stadium after the match. |
| | Οπαδοί αντίπαλων ομάδων συγκρούστηκαν έξω από το γήπεδο μετά τον αγώνα. |
| rival [sb/sth]⇒ vtr | (be equal to) | συναγωνίζομαι ρ μ |
| | She has a natural beauty to rival that of any movie star. |
| | Έχει μια φυσική ομορφιά που συναγωνίζεται εκείνη των κινηματογραφικών αστέρων. |