WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
Luddite n | historical (19th-century anti-industrialist) | Λουδίτης ουσ αρσ κύρ |
| In the 19th century Luddites argued that labor saving technology was threatening to destroy jobs. |
Luddite n | figurative (opponent of technology) | πολέμιος της τεχνολογίας περίφρ |
| (σπάνιο, μεταφορικά) | λουδίτης ουσ αρσ |
| My father isn't exactly a Luddite; he just takes a little longer to adapt new technology than others. |
Luddite n as adj | figurative (opposing technology) (εχθρός τεχνολογικής ανάπτυξης) | λουδίτης ουσ αρσ |
Σχόλιο: Ο όρος σχετίζεται με το εργατικό κίνημα που εκδηλώθηκε στην Αγγλία στις αρχές του 19ου αιώνα (1811-1816), κυρίως από Άγγλους υφαντουργούς, οι οποίοι κατέστρεφαν τις κλωστοϋφαντουργικές μηχανές, φοβούμενοι τις επιπτώσεις της Βιομηχανικής Επανάστασης. |
| That's exactly the kind of Luddite attitude that is beginning to hold back progress. |