Κύριες μεταφράσεις |
lie n | ([sth] not true) | ψέμα ουσ ουδ |
| The lie got him in trouble when his boss found out the truth. |
| Το ψέμα του τον έβαλε σε μπελάδες όταν το αφεντικό ανακάλυψε την αλήθεια. |
lie⇒ vi | (not tell the truth) | λέω ψέματα έκφρ |
| (επίσημο) | ψεύδομαι ρ αμ |
| She lied to her parents about where she was on Friday night. |
| Είπε ψέματα στους γονείς της για το πού ήταν την Παρασκευή το βράδυ. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κύριε πρόεδρε, ο μάρτυς ψεύδεται ασύστολα! |
lie vi | (recline) | ξαπλώνω ρ αμ |
| | πλαγιάζω ρ αμ |
| (συνήθως για αρρώστια) | κείτομαι ρ αμ |
| If I lie on the sofa, I'll fall asleep. |
| Αν ξαπλώσω στον καναπέ, θα με πάρει ο ύπνος. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κειτόταν ακίνητος, και η γυναίκα του νόμισε ότι είχε πεθάνει. |
lie vi | ([sth]: be spread out) | είμαι απλωμένος ρ έκφρ |
| (αρνητικό: ακαταστασία) | είμαι σκορπισμένος ρ έκφρ |
Σχόλιο: conjugation: lie - lay - lain |
| Toys were lying all over the bedroom floor. |
| Παιχνίδια ήταν σκορπισμένα σε όλο το πάτωμα του υπνοδωματίου. |
lie vi | (item: be, stay) | είμαι, βρίσκομαι ρ αμ |
| (ελαφρώς αποδοκιμασίας) | κείτομαι ρ αμ |
Σχόλιο: conjugation: lie - lay - lain |
| His book lay on the table unread. |
| Το βιβλίο του βρισκόταν στο τραπέζι και περίμενε να διαβαστεί. |
lie vi | (be buried) | κείτομαι ρ αμ |
| | είμαι θαμμένος ρ έκφρ |
Σχόλιο: conjugation: lie - lay - lain |
| Her body lies in that cemetery. |
| Το σώμα της κείτεται σε εκείνο το νεκροταφείο. |
lie vi | (be situated) | βρίσκομαι ρ αμ |
Σχόλιο: conjugation: lie - lay - lain |
| The house lies in the valley. |
| Το σπίτι βρίσκεται στην κοιλάδα. |
lie vi | (be found) (επίσημο) | έγκειται ρ τριτ |
| | εντοπίζομαι, βρίσκομαι ρ αμ |
Σχόλιο: conjugation: lie - lay - lain |
| The student's lack of focus is where the problem lies. |
| Το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη συγκέντρωσης των μαθητών. |
lie in [sth] vi + prep | (be due to) | βρίσκομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | έγκειμαι σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| The problem lies in the fact that he doesn't know how to work with people. |
lie with [sb/sth] vi + prep | (be attributable to) | είμαι ρ αμ |
| | ανήκω σε κπ ρ αμ + πρόθ |
| The responsibility for the decision lies with the manager. |
| Η ευθύνη της απόφασης είναι του διευθυντή. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
lie n | (position, arrangement) | διαμόρφωση ουσ θηλ |
| (εσωτερικός χώρος) | διάταξη ουσ θηλ |
| | θέση ουσ θηλ |
| (κυρ, μτφ) | κατατόπια ουσ ουδ πλ |
| It's important to familiarize yourself with the lie of the land. |
| Audrey adjusted the lie of the rug. |
| Είναι σημαντικό να εξοικειωθείς με τη διαμόρφωση της περιοχής. |
| Η Ώντρεϋ διόρθωσε τη θέση του χαλιού. |
lie vi | (remain unchanged) | μένω ως έχω, παραμένω ως έχω ρ έκφρ |
Σχόλιο: conjugation: lie - lay - lain |
| Just let this matter lie. We don't want to cause any problems. |
| Απλά άσε το θέμα να μείνει ως έχει. Δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε προβλήματα. |
Phrasal verbs lie | lying |
lie about vi phrasal | UK, informal ([sth]: remain unused) (μεταφορικά, ανεπίσημο) | κάθομαι ρ αμ |
lie about vi phrasal | UK ([sb]: lounge idly) (ανεπίσημο, αποδοκιμασίας) | κάθομαι, αράζω ρ αμ |
lie ahead vi phrasal | figurative ([sth]: be going to happen) | τι πρόκειται να συμβεί περίφρ |
| No matter our plans, we never really know what lies ahead. |
lie around vi phrasal | ([sb]: lounge idly) | βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι ρ αμ |
| You said you would mow the lawn, but all you've done today is lie around the house. The teenager chose to lie around for most of the day. |
lie around vi phrasal | informal ([sth]: remain unused) | βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι ρ αμ |
| We have many old books that just lie around the attic waiting to be read. |
lie back vi phrasal | ([sb]: recline) | ξαπλώνω ρ αμ |
| At the end of a hard day, I like to lie back in my favorite recliner and read a good book. |
lie behind vi phrasal | ([sth]: be real reason) (μεταφορικά) | κρύβομαι πίσω από κτ έκφρ |
lie in, sleep in vi phrasal | UK, informal (stay in bed late) | κοιμάμαι μέχρι αργά έκφρ |
| I will lie in this morning because I was out celebrating my birthday yesterday evening. |
| The newlyweds loved to lie in on Sunday mornings. |
| Θα κοιμηθώ μέχρι αργά σήμερα το πρωί, γιατί χτες το βράδυ βγήκα για τα γενέθλιά μου. // Οι νιόπαντροι απολάμβαναν να κοιμούνται μέχρι αργά τις Κυριακές. |
lie over vi phrasal | US (be postponed) | παίρνω αναβολή ρ αμ + ουσ θηλ |
| | αναβάλλομαι ρ αμ |
| The other business on the agenda will have to lie over until the next meeting. |
lie with [sb/sth] vi phrasal | archaic (have sex with) (αργκό) | κοιμάμαι με κάποιον έκφρ |
| | κάνω σεξ με κάποιον έκφρ |
| The man was discovered lying with a woman who was married to another. |
sleep in vi phrasal | (get up late) | κοιμάμαι μέχρι αργά περίφρ |
| It's Saturday, so I don't have to get up for work. I can sleep in. |
| Είναι Σάββατο κι έτσι δεν χρειάζεται να σηκωθώ για δουλειά. Μπορώ να κοιμηθώ μέχρι αργά. |