lying

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈlaɪɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈlaɪɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(līing)

From the verb lie: (⇒ conjugate)
lying is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: lying, lie

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lying adj (untruthful)που λέει ψέματα περίφρ
  (επίσημο)που ψεύδεται περίφρ
  ανειλικρινής επίθ
 Lying children should be punished.
 Τα παιδιά που λένε ψέματα πρέπει να τιμωρούνται.
 Τα ανειλικρινοί παιδιά πρέπει να τιμωρούνται.
lying n (telling lies)το να λες ψέματα περίφρ
  το να ψεύδεσαι περίφρ
  (συχνά και στον πληθυντικό)ψέμα ουσ ουδ
  (επίσημο)ψευδολογία ουσ θηλ
 Lying in court is illegal.
 Το να ψεύδεσαι στο δικαστήριο είναι παράνομο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lie n ([sth] not true)ψέμα ουσ ουδ
 The lie got him in trouble when his boss found out the truth.
 Το ψέμα του τον έβαλε σε μπελάδες όταν το αφεντικό ανακάλυψε την αλήθεια.
lie vi (not tell the truth)λέω ψέματα έκφρ
  (επίσημο)ψεύδομαι ρ αμ
 She lied to her parents about where she was on Friday night.
 Είπε ψέματα στους γονείς της για το πού ήταν την Παρασκευή το βράδυ.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κύριε πρόεδρε, ο μάρτυς ψεύδεται ασύστολα!
lie vi (recline)ξαπλώνω ρ αμ
  πλαγιάζω ρ αμ
  (συνήθως για αρρώστια)κείτομαι ρ αμ
 If I lie on the sofa, I'll fall asleep.
 Αν ξαπλώσω στον καναπέ, θα με πάρει ο ύπνος.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κειτόταν ακίνητος, και η γυναίκα του νόμισε ότι είχε πεθάνει.
lie vi ([sth]: be spread out)είμαι απλωμένος ρ έκφρ
  (αρνητικό: ακαταστασία)είμαι σκορπισμένος ρ έκφρ
Σχόλιο: conjugation: lie - lay - lain
 Toys were lying all over the bedroom floor.
 Παιχνίδια ήταν σκορπισμένα σε όλο το πάτωμα του υπνοδωματίου.
lie vi (item: be, stay)είμαι, βρίσκομαι ρ αμ
  (ελαφρώς αποδοκιμασίας)κείτομαι ρ αμ
Σχόλιο: conjugation: lie - lay - lain
 His book lay on the table unread.
 Το βιβλίο του βρισκόταν στο τραπέζι και περίμενε να διαβαστεί.
lie vi (be buried)κείτομαι ρ αμ
  είμαι θαμμένος ρ έκφρ
Σχόλιο: conjugation: lie - lay - lain
 Her body lies in that cemetery.
 Το σώμα της κείτεται σε εκείνο το νεκροταφείο.
lie vi (be situated)βρίσκομαι ρ αμ
Σχόλιο: conjugation: lie - lay - lain
 The house lies in the valley.
 Το σπίτι βρίσκεται στην κοιλάδα.
lie vi (be found) (επίσημο)έγκειται ρ τριτ
  εντοπίζομαι, βρίσκομαι ρ αμ
Σχόλιο: conjugation: lie - lay - lain
 The student's lack of focus is where the problem lies.
 Το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη συγκέντρωσης των μαθητών.
lie in [sth] vi + prep (be due to)βρίσκομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
  έγκειμαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
 The problem lies in the fact that he doesn't know how to work with people.
lie with [sb/sth] vi + prep (be attributable to)είμαι ρ αμ
  ανήκω σε κπ ρ αμ + πρόθ
 The responsibility for the decision lies with the manager.
 Η ευθύνη της απόφασης είναι του διευθυντή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lie n (position, arrangement)διαμόρφωση ουσ θηλ
  (εσωτερικός χώρος)διάταξη ουσ θηλ
  θέση ουσ θηλ
  (κυρ, μτφ)κατατόπια ουσ ουδ πλ
 It's important to familiarize yourself with the lie of the land.
 Audrey adjusted the lie of the rug.
 Είναι σημαντικό να εξοικειωθείς με τη διαμόρφωση της περιοχής.
 Η Ώντρεϋ διόρθωσε τη θέση του χαλιού.
lie vi (remain unchanged)μένω ως έχω, παραμένω ως έχω ρ έκφρ
Σχόλιο: conjugation: lie - lay - lain
 Just let this matter lie. We don't want to cause any problems.
 Απλά άσε το θέμα να μείνει ως έχει. Δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε προβλήματα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
lie | lying
ΑγγλικάΕλληνικά
lie about vi phrasal UK, informal ([sth]: remain unused) (μεταφορικά, ανεπίσημο)κάθομαι ρ αμ
lie about vi phrasal UK ([sb]: lounge idly) (ανεπίσημο, αποδοκιμασίας)κάθομαι, αράζω ρ αμ
lie ahead vi phrasal figurative ([sth]: be going to happen)τι πρόκειται να συμβεί περίφρ
 No matter our plans, we never really know what lies ahead.
lie around vi phrasal ([sb]: lounge idly)βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι ρ αμ
 You said you would mow the lawn, but all you've done today is lie around the house. The teenager chose to lie around for most of the day.
lie around vi phrasal informal ([sth]: remain unused)βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι ρ αμ
 We have many old books that just lie around the attic waiting to be read.
lie back vi phrasal ([sb]: recline)ξαπλώνω ρ αμ
 At the end of a hard day, I like to lie back in my favorite recliner and read a good book.
lie behind vi phrasal ([sth]: be real reason) (μεταφορικά)κρύβομαι πίσω από κτ έκφρ
lie in,
sleep in
vi phrasal
UK, informal (stay in bed late)κοιμάμαι μέχρι αργά έκφρ
 I will lie in this morning because I was out celebrating my birthday yesterday evening.
 The newlyweds loved to lie in on Sunday mornings.
 Θα κοιμηθώ μέχρι αργά σήμερα το πρωί, γιατί χτες το βράδυ βγήκα για τα γενέθλιά μου. // Οι νιόπαντροι απολάμβαναν να κοιμούνται μέχρι αργά τις Κυριακές.
lie over vi phrasal US (be postponed)παίρνω αναβολή ρ αμ + ουσ θηλ
  αναβάλλομαι ρ αμ
 The other business on the agenda will have to lie over until the next meeting.
lie with [sb/sth] vi phrasal archaic (have sex with) (αργκό)κοιμάμαι με κάποιον έκφρ
  κάνω σεξ με κάποιον έκφρ
 The man was discovered lying with a woman who was married to another.
sleep in vi phrasal (get up late)κοιμάμαι μέχρι αργά περίφρ
 It's Saturday, so I don't have to get up for work. I can sleep in.
 Είναι Σάββατο κι έτσι δεν χρειάζεται να σηκωθώ για δουλειά. Μπορώ να κοιμηθώ μέχρι αργά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
lying | lie
ΑγγλικάΕλληνικά
low-lying adj (land: low elevation)χαμηλού υψομέτρου περίφρ
  πεδινός επίθ
 The low-lying areas flooded during the recent storm.
lying down adj (reclining, resting on one's back)ξαπλωμένος επίθ
 I spent the afternoon lying down on the couch watching television.
lying down adj informal, figurative (not resisting or fighting back)που δεν αντιστέκεται περίφρ
  χωρίς αντίσταση φρ ως επίρ
 The worker refused to take his dismissal lying down, vowing to take his employer to court.
lying idle adj (not being used)μένω αχρησιμοποίητος ρ έκφρ
  (καθομ, μεταφορικά)κάθομαι ρ αμ
  (καθομ, μεταφορικά)κάθομαι και περιμένω περίφρ
 My brother bought a bicycle which he no longer uses and it's just lying idle in the garage.
lying-in n dated (confinement in childbirth)σαραντισμός ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'lying' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: lying is [unethical, dishonest, wrong], was accused of lying, got in trouble for his lying, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση lying στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «lying».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!