logging

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈlɒgɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(lôging, loging)

From the verb log: (⇒ conjugate)
logging is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: logging, log

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
logging n (work: harvesting timber)υλοτομία ουσ θηλ
 Logging is a hazardous job.
logging n (business of harvesting timber)υλοτομία ουσ θηλ
 Logging is one of Oregon's biggest industries.
logging n as adj (relating to logging) (σε γενική)υλοτομίας ουσ θηλ
 A chainsaw is an essential piece of logging equipment.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
log n (tree trunk segment)κούτσουρο ουσ ουδ
  κορμός ουσ αρσ
 A fallen log blocked the path.
 Ένα πεσμένο κούτσουρο έφραζε το μονοπάτι.
log n (firewood)κούτσουρο ουσ ουδ
 He grabbed four logs to throw on the fire.
 Άρπαξε τέσσερα κούτσουρα, για να ρίξει στη φωτιά.
log n (aviation, shipping: trip record)ημερολόγιο ουσ ουδ
 The pilot recorded the flight in her log.
 Η πιλότος κατέγραψε την πτήση στο ημερολόγιο.
log n (engineering: record)φύλλο καταγραφής φρ ως ουσ ουδ
  βιβλίο καταγραφής φρ ως ουσ ουδ
 Please use the log to track any changes to the process.
 Παρακαλώ να χρησιμοποιείτε το φύλλο καταγραφής για να σημειώνετε τις όποιες αλλαγές στη διαδικασία.
log n (computing: record, history)αρχείο καταγραφής φρ ως ουσ ουδ
 The log lists every event.
 Το αρχείο καταγραφής παραθέτει όλα τα συμβάντα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
log n (travel journal)ημερολόγιο ουσ ουδ
 We kept a log of our journeys around the world.
 Κρατούσαμε ημερολόγιο με τα ταξίδια μας σε όλο τον κόσμο.
log vi (cut trees) (επίσημο)υλοτομώ ρ αμ
  κόβω δέντρα περίφρ
 The lumber company has not begun to log yet.
 Η εταιρεία ξυλείας δεν ξεκίνησε ακόμα να υλοτομεί.
log [sth] vtr (cut trees from: specified land)υλοτομώ ρ μ
 The company is planning to log this forest.
 Η εταιρεία σκοπεύει να υλοτομήσει το συγκεκριμένο δάσος.
log [sth] vtr (record: data)καταγράφω, γράφω ρ μ
 Don't forget to log the flight in the book.
 Μην ξεχάσεις να καταγράψεις την πτήση στο βιβλίο.
log [sth] vtr (spend time doing) (μεταφορικά)γράφω ρ μ
 The athlete logged many hours at practice.
 ΝΕW: Ο υπάλληλος χρειάστηκε να γράψει πολλές υπερωρίες για να ολοκληρώσει τη δουλειά στην ώρα της.
log [sth] vtr (cover: distance) (μεταφορικά)γράφω ρ μ
 The cycling team logged seventy miles today.
 Η ποδηλατική ομάδα έγραψε σήμερα 112 χιλιόμετρα.
log [sth] vtr (trees: cut down for logs) (υλοτομία)κόβω ρ μ
 The men logging the trees wore protective helmets.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
log | logging
ΑγγλικάΕλληνικά
log in,
log on
vi phrasal
(computing: sign in)συνδέομαι ρ αμ
 You have to log in to view your friends' photos on Facebook.
 I have to log on before I can check my e-mail account.
 Θα πρέπει να συνδεθείς για να δεις τις φωτογραφίες των φίλων σου στο Facebook.
log into [sth],
log onto [sth]
vtr phrasal insep
(computing: sign into site)συνδέομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
 To log into the network, you'll need the password.
log off vi phrasal (computing: sign out or disconnect)αποσυνδέομαι ρ αμ
  (μεταφορικά)βγαίνω ρ αμ
 Log off but don't shut down the computer.
log onto [sth] vtr phrasal insep (access: an internet site)συνδέομαι σε ρ αμ + πρόθ
 To read this forum, just log onto wordreference.com.
log out vi phrasal (computing: sign out)αποσυνδέομαι ρ αμ
  (μεταφορικά)βγαίνω ρ αμ
 Don't forget to log out of your email when using a shared computer.
 I must log out before my mother returns.
 Μην ξεχνάς να αποσυνδέεσαι από τον λογαριασμό του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σου, όταν χρησιμοποιείς κοινόχρηστο υπολογιστή. // Πρέπει να αποσυνδεθώ πριν γυρίσει η μητέρα μου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
logging | log
ΑγγλικάΕλληνικά
selective cutting,
selective logging
n
(forestry: felling of certain trees) (προστασία δασών)επιλεκτική υλοτομία επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'logging' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση logging στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «logging».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!