• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: layering, layer

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
layering n (wearing layers of clothing) (καθομιλουμένη: ντύσιμο)layering ουσ ουδ άκλ
  στρώσεις ουσ θηλ πλ
  (μεταφορικά: πολλά ρούχα)σαν κρεμμύδι περίφρ
 When you're not sure what to wear because the weather is changeable, layering is a good idea.
layering n (geology: rock formation)στρωμάτωση ουσ θηλ
 Sedimentary rock is formed by the layering of particles.
layering n (plant propagation method)καταβολάδα ουσ θηλ
layering n (hair-cutting technique)φιλάρισμα ουσ ουδ
 Layering makes thick hair feel lighter.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
layer n (level, stratum)στρώση ουσ θηλ
  στρώμα ουσ ουδ
 To find water, we drilled through many layers of rock.
 Για να βρούμε νερό, τρυπήσαμε πολλά στρώματα βράχου.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτή η τούρτα έχει τρεις στρώσεις κρέμας.
layer n (thickness put on top of [sth])επίστρωση, επικάλυψη, στρώση ουσ θηλ
 The playing cards are made of paper with a layer of plastic to protect them.
 Τα χαρτιά της τράπουλας φτιάχνονται από χαρτί με μια επικάλυψη πλαστικού για να προστατεύονται.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
layer n ([sb] who lays material) (επάγγελμα)τεχνίτης που τοποθετεί κάποιο υλικό
  (σπάνιο)τοποθετητής, τοποθετήτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
Σχόλιο: Συχνήθως χρησιμοποιείται μία συγκεκριμένη λέξη ανά επάγγελμα, ανάλογα με το είδος που τοποθετείται, π.χ. πλακάς, μαρμαράς κ.ά.
 The tile layer completed the bathroom flooring in a day.
 Ο τεχνίτης (or: πλακάς) τέλειωσε το δάπεδο του μπάνιου σε μία μέρα.
layer n figurative (level of complexity or interest)επίπεδο ουσ ουδ
 The casting of this actor in the role of his own father adds an extra layer to the play.
layer [sth] vtr (arrange in layers)δημιουργώ στρώσεις από κτ έκφρ
 The chef layered the cake and the chocolate frosting.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
layer | layering
ΑγγλικάΕλληνικά
ground layer n (meteorology: air near the ground)ατμόσφαιρα εδάφους φρ ως ουσ θηλ
  αέρας εδάφους φρ ως ουσ ουδ
ground layer n (vegetation: lowest level of plants)κατώτερο στρώμα, κατώτερο επίπεδο επίθ + ουσ ουδ
  στρώμα εδάφους φρ ως ουσ ουδ
layer cake (dessert)τούρτα με πολλές στρώσεις
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
multilayer,
multi-layer,
multilayered,
multi-layered
adj
(having several layers)πολυστρωματικός επίθ
outer layer n (covering)εξωτερική στρώση ουσ θηλ
  εξωτερικό στρώμα ουσ ουδ
 I need a warm coat with a woollen lining and a waterproof outer layer. It turned out to be a warmer day than expected, so I removed my outer layers.
ozone hole,
hole in the ozone layer
n
(caused by pollution)τρύπα του όζοντος φρ ως ουσ θηλ
ozone layer n (part of atmosphere containing ozone gas)σφαίρα του όζοντος ουσ θηλ
 CFCs are chemicals known to destroy the ozone layer.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'layering' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση layering στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «layering».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!