inflamed

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪnˈfleɪmd/

From the verb inflame: (⇒ conjugate)
inflamed is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: inflamed, inflame

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
inflamed (by [sth]) adj (infected, swollen)φλεγμένων μτχ ενεστ
  που έχει φλεγμονή, που φλεγμαίνει περίφρ
 My grandmother has arthritis and her joints are inflamed.
inflamed (by [sth/sb]) adj figurative (exacerbated) (από κπ/κτ)που έχει οξυνθεί περίφρ
 The situation was inflamed by the politician's careless remarks.
 Η κατάσταση οξύνθηκε από τα απερίσκεπτα σχόλια του πολιτικού.
inflamed with [sth] adj + prep figurative ([sb]: impassioned) (μεταφορικά: από κτ)φουντωμένος μτχ πρκ
  (μεταφορικά: από κτ)παρασυρμένος μτχ πρκ
Σχόλιο: Η αντιστοιχία δεν είναι ακριβής και δεν χρησιμοποιείται σε όλες τις περιπτώσεις.
 He was inflamed with passion for her.
inflamed (by [sth]) adj figurative (emotion: roused) (μεταφορικά)πυροδοτώ, φουντώνω ρ μ
  (μεταφορικά)πυροδοτούμαι από κτ, φουντώνω από κτ ρ αμ + πρόθ
  (μεταφορικά: από κτ)φουντωμένος μτχ πρκ
 Her jealousy was inflamed by his friendship with her sister.
 Η φιλία του με την αδερφή της πυροδότησε τη ζήλια της.
 Η ζήλια της πυροδοτήθηκε από τη φιλία του με την αδερφή της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
inflame [sth] vtr figurative (stir, excite: emotions) (μτφ: αισθήματα)πυροδοτώ ρ μ
  υποδαυλίζω, αναζωπυρώνω ρ μ
  αναμοχλεύω ρ μ
 The president's passionate speech inflamed the audience.
inflame [sth] vtr figurative (intensify: a situation) (κατάσταση)οξύνω, επιδεινώνω ρ μ
  (μεταφορικά)ανάβω φωτιές έκφρ
  ρίχνω λάδι στη φωτιά έκφρ
 Chris inflamed my problem by continuing to talk about it.
inflame [sth] vtr figurative, usu passive (bodily organ: cause to swell) (σε κτ)προκαλώ φλεγμονή περίφρ
  (το ίδιο το όργανο)φλεγμαίνω ρ αμ
 The long run inflamed Albert's knee.
inflame [sb] vtr figurative (enrage or excite: [sb](θυμός)εξοργίζω ρ μ
  (ενθουσιασμός)ξεσηκώνω, ενθουσιάζω ρ μ
  (ανεπ, μτφ: θυμός)φουντώνω ρ μ
 The speaker inflamed the crowd with his angry words.
inflame [sth] vtr rare (set on fire) (σε κτ)βάζω φωτιά περίφρ
  πυρπολώ ρ μ
 The criminal inflamed the house to hide the evidence.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'inflamed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση inflamed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «inflamed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!