angry

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈæŋgri/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈæŋgri/ ,USA pronunciation: respelling(anggrē)

Inflections of 'angry' (adj):
angrier
adj comparative
angriest
adj superlative
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
angry adj (cross, annoyed)θυμωμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)τσαντισμένος, τσατισμένος, νευριασμένος μτχ πρκ
  (παλαιό)φουρκισμένος μτχ πρκ
  (αργκό)παρμένος μτχ πρκ
 Our teacher was angry today.
 Ο δάσκαλός μας ήταν θυμωμένος σήμερα.
 Ο δάσκαλός μας ήταν νευριασμένος σήμερα.
angry about [sth],
angry at [sth]
adj + prep
(cross about [sth](με κάτι, για κάτι)θυμώνω ρ αμ
  είμαι θυμωμένος ρ έκφρ
 He was angry about his son's failure.
 Θύμωσε με την αποτυχία του γιου του.
 Ήταν θυμωμένος για την αποτυχία του γιου του.
angry with [sb],
angry at [sb]
adj + prep
(cross with [sb](με κάποιον)θυμωμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)τσαντισμένος, τσατισμένος, νευριασμένος μτχ πρκ
  (παλαιό)φουρκισμένος μτχ πρκ
  (αργκό)παρμένος μτχ πρκ
 Doris is angry with her lazy husband.
 Η Ντόρις είναι θυμωμένη με τον τεμπέλη σύζυγό της.
 Η Ντόρις είναι τσαντισμένη με τον τεμπέλη σύζυγό της.
angry with [sb] for doing [sth],
angry at [sb] for doing [sth]
expr
(cross with [sb](με κπ για κτ, με κπ για κτ που έκανε)θυμωμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)τσαντισμένος, τσατισμένος, νευριασμένος μτχ πρκ
  (παλαιό)φουρκισμένος μτχ πρκ
  (αργκό)παρμένος μτχ πρκ
 I am angry with my sister for taking my book.
angry adj (tone, look: shows anger)θυμωμένος μτχ πρκ
 "Put that down," he said, giving her an angry look.
 «Άφησέ το κάτω» είπε, ρίχνοντάς της ένα θυμωμένο βλέμμα.
angry adj figurative (wound: infected, red)ερεθισμένος μτχ πρκ
 There was an angry wound on Anthony's right arm.
 Υπήρχε μια ερεθισμένη πληγή στο δεξί χέρι του Άντονι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
angry letter n (letter of complaint)επιστολή παραπόνων περίφρ
angry look n (facial expression of anger)θυμωμένο βλέμμα επίθ + ουσ ουδ
  θυμωμένη ματιά επίθ + ουσ θηλ
 Olivia gave her husband an angry look.
angry young man n UK, figurative (1950s male writer)Βρετανός συγγραφέας της δεκαετίας του πενήντα
angry young man n figurative (politically active male) (μεταφορικά)πολιτικοποιημένος νέος έκφρ
get angry vi + adj (lose temper)θυμώνω, νευριάζω ρ αμ
 I get angry when people are rude and obnoxious.
 Θυμώνω (or: νευριάζω) όταν οι άνθρωποι είναι αγενείς και ενοχλητικοί.
make [sb] angry v expr (cause to become angry)θυμώνω ρ μ
  (καθομιλουμένη)τσαντίζω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'angry' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: an angry [customer, patient, teacher, dog, boss, parent, public], got an angry [reaction, response, look, stare, email], angry [words, faces, people], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση angry στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «angry».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!