Λυπούμαστε, αλλά τα λεξικά μας δεν ξέρουν να μεταφράζουν προτάσεις!
Το WordReference προσφέρει διαδικτυακά λεξικά, όχι λογισμικό μεταφράσεων. Παρακαλούμε, αναζητήστε μία μία τις λέξεις (μπορείτε να τις κλίκαρετε παρακάτω) ή κάντε μια ερώτηση στα φόρουμε εάν χρειάζεστε άλλη βοήθεια.

impose on or upon


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο impose παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: on | or | upon
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
impose [sth] vtr (enforce, esp. by law)επιβάλλω ρ μ
 The council has imposed a new parking tax.
impose [sth] on [sb] vtr + prep (force on)επιβάλλω ρ μ
  εξαναγκάζω ρ μ
 The dictator imposed his will on the people.
impose [sth] on [sb] vtr + prep (enforce by law)επιβάλλω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
 The court imposed a fine on the business.
impose vi (take advantage) (καθομιλουμένη)γίνομαι φόρτωμα, γίνομαι βάρος ρ έκφρ
  (κάποιον/κάτι)εκμεταλλεύομαι ρ μ
  φορτώνομαι ρ αμ
 Are you sure you don't mind me staying another night? I don't want to impose.
 Σίγουρα δε σε πειράζει να μείνω ακόμη ένα βράδυ; Δε θέλω να σου γίνομαι βάρος.
impose [sth] on [sb] vtr + prep (pass off) (ανεπίσημο)πασάρω, πλασάρω ρ μ
 The awful writer imposed his terrible writings on the unsuspecting public.
 Ο φρικτός συγγραφέας πάσαρε τα απαίσια γραπτά του στο ανυποψίαστο κοινό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
impose on [sb] vtr phrasal insep (force yourself on [sb](σε κπ)επιβάλλομαι ρ αμ
 Ken imposed on his hosts and made them irritable.
impose on [sb] vtr phrasal insep (inconvenience [sb])φορτώνομαι σε κπ έκφρ
  γίνομαι βάρος σε κπ έκφρ
 I don't want to impose on you but could you collect my dry cleaning?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
impose upon [sb] vi + prep slightly formal (force yourself on [sb])επιβάλλομαι σε κπ ρ αμ + πρόθ
impose upon [sb] vi + prep slightly formal (inconvenience [sb])γίνομαι βάρος σε κπ έκφρ
  (καθομιλουμένη)φορτώνομαι σε κπ ρ αμ + πρόθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση impose on or upon στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «impose on or upon».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!