impostor

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪmˈpɒstər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ɪmˈpɑstɚ/ ,USA pronunciation: respelling(im postər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
impostor,
imposter
n
(person posing as [sb] else)απατεώνας, απατεώνισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (κατά λέξη)που παριστάνει κπ, που προσποιείται ότι είναι κπ περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Αν απαιτείται απόλυτη ακρίβεια επιλέγεται περιφραστική, επεξηγηματική απόδοση.
 That man is not my husband; he is an impostor!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
impostor syndrome n (psychology: feeling of inadequacy)σύνδρομο του απατεώνα φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'impostor' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση impostor στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «impostor».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!