halt

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈhɔːlt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/hɔlt/ ,USA pronunciation: respelling(hôlt)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Halt! interj (stop!) (στρατιωτικό)αλτ επιφ
  (καθομιλουμένη)στοπ επιφ
  σταμάτα, σταματήστε επιφ
 The soldier shouted, "Halt! No civilians beyond this point."
 Ο στρατιώτης φώναξε, «Αλτ! Κανένας πολίτης πέρα από αυτό το σημείο.»
halt n (stop)ακινητοποίηση ουσ θηλ
  στάση ουσ θηλ
 The train's halt was due to a technical malfunction.
 Η ακινητοποίηση του τρένου οφειλόταν σε τεχνικό πρόβλημα.
halt n (temporary)παύση, διακοπή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)σταμάτημα ουσ ουδ
 There was a halt on all transactions while the bank investigated the security breach.
 Πραγματοποιήθηκε παύση σε όλες τις συναλλαγές όσο η τράπεζα ερευνούσε την παραβίαση ασφαλείας.
halt vi (stop)σταματάω, σταματώ ρ αμ
  ακινητοποιούμαι ρ αμ
 The car halted as it came to the train tracks.
 Το αυτοκίνητο σταμάτησε όταν έφτασε στις ράγες του τραίνου.
halt [sth] vtr (stop)σταματάω, σταματώ ρ μ
  διακόπτω ρ μ
 Management halted the project when the money ran out.
 Η διοίκηση διέκοψε το πρότζεκτ όταν εξαντλήθηκαν τα χρήματα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
halt adj archaic (Biblical: disabled) (πρόβλημα βάδισης)χωλός επίθ
  (πιο γενικά)ανάπηρος επίθ
the halt npl archaic (Biblical: disabled people)οι ανάπηροι άρθ ορ + ουσ αρσ πλ
  οι παράλυτοι άρθ ορ + ουσ αρσ πλ
 'Bring in hither the poor, and the maimed, and the halt, and the blind.' - Luke 14:21
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
call a halt to [sth] v expr (order an end to, stop)παύω, σταματώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)βάζω τέρμα έκφρ
 The machine broke, so the foreman called a halt to the work.
 Το μηχάνημα χάλασε κι έτσι ο εργοδηγός έπαυσε τις εργασίες.
 Το μηχάνημα χάλασε κι έτσι ο εργοδηγός έβαλε τέρμα στην εργασία.
come to a halt v expr (stop suddenly)σταματώ, ακινητοποιούμαι ρ αμ
 It's time that this frivolous nonsense comes to a halt.
grinding halt n (complete stop) (μεταφορικά)παράλυση ουσ θηλ
  πλήρης διακοπή επίθ + ουσ θηλ
 An overturned truck brought traffic to a grinding halt.
put a halt to [sth] v expr (end [sth], call a stop to [sth](μεταφορικά)δίνω ένα τέλος σε κτ έκφρ
  (μεταφορικά, καθομ)βάζω φρένο σε κτ, βάζω στοπ σε κτ έκφρ
 Quick action by the authorities put a halt to the street riots after the football match.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'halt' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the [officer, soldier] called a halt, [a complete, an immediate, an abrupt] halt, a [sudden, grinding, screeching] halt, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση halt στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «halt».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!