WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| Halt! interj | (stop!) (στρατιωτικό) | αλτ επιφ |
| | (καθομιλουμένη) | στοπ επιφ |
| | | σταμάτα, σταματήστε επιφ |
| | The soldier shouted, "Halt! No civilians beyond this point." |
| | Ο στρατιώτης φώναξε, «Αλτ! Κανένας πολίτης πέρα από αυτό το σημείο.» |
| halt n | (stop) | ακινητοποίηση ουσ θηλ |
| | | στάση ουσ θηλ |
| | The train's halt was due to a technical malfunction. |
| | Η ακινητοποίηση του τρένου οφειλόταν σε τεχνικό πρόβλημα. |
| halt n | (temporary) | παύση, διακοπή ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | σταμάτημα ουσ ουδ |
| | There was a halt on all transactions while the bank investigated the security breach. |
| | Πραγματοποιήθηκε παύση σε όλες τις συναλλαγές όσο η τράπεζα ερευνούσε την παραβίαση ασφαλείας. |
| halt⇒ vi | (stop) | σταματάω, σταματώ ρ αμ |
| | | ακινητοποιούμαι ρ αμ |
| | The car halted as it came to the train tracks. |
| | Το αυτοκίνητο σταμάτησε όταν έφτασε στις ράγες του τραίνου. |
| halt [sth]⇒ vtr | (stop) | σταματάω, σταματώ ρ μ |
| | | διακόπτω ρ μ |
| | Management halted the project when the money ran out. |
| | Η διοίκηση διέκοψε το πρότζεκτ όταν εξαντλήθηκαν τα χρήματα. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| halt adj | archaic (Biblical: disabled) (πρόβλημα βάδισης) | χωλός επίθ |
| | (πιο γενικά) | ανάπηρος επίθ |
| the halt npl | archaic (Biblical: disabled people) | οι ανάπηροι άρθ ορ + ουσ αρσ πλ |
| | | οι παράλυτοι άρθ ορ + ουσ αρσ πλ |
| | 'Bring in hither the poor, and the maimed, and the halt, and the blind.' - Luke 14:21 |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: