• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: halved, halve

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
halved adj (cut in half)κομμένος στη μέση φρ ως επίθ
  μισός επίθ
 Emily spread oil over the halved aubergine and placed it on the griddle.
halved adj (reduced by half)μειωμένος κατά το ήμισυ φρ ως επίθ
  κομμένος στη μέση φρ ως επίθ
  που έχει μειωθεί στο μισό φρ ως επίθ
  μισός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
halve [sth] vtr (decrease [sth] by half)μειώνω κτ κατά το ήμισυ έκφρ
  μειώνω κτ στο μισό έκφρ
 We need to halve the amount we spend on food.
halve [sth] vtr (divide in half)κόβω κτ στα δύο έκφρ
  χωρίζω κτ στα δύο έκφρ
  μοιράζω κτ στα δύο έκφρ
 Halve the dough and let it rise in a warm place.
 Κόψε στα δυο τη ζύμη και άστην να φουσκώσει σε ένα ζεστό μέρος.
halve vi (decrease by half)μειώνω κατά το ήμισυ περίφρ
  μειώνω στο μισό περίφρ
 Cases of the virus have halved over the past two weeks.
halves npl (two equal parts)δύο μισά επίθ + ουσ ουδ πλ
  δύο επίθ ως ουσ ουδ πλ
 Divide the pizza into halves and then into quarters.
 Χώρισε την πίτσα σε δύο μισά και μετά στα τέσσερα.
 Χώρισε την πίτσα στα δύο και μετά στα τέσσερα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση halved στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «halved».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!