greater

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations'greater', 'Greater': /ˈɡreɪtə/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(grātər)

From great (adj):
greater
adj comparative
greatest
adj superlative
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: greater, great

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
greater adj (bigger: in quantity) (αριθμός, ποσότητα)μεγαλύτερος επίθ
  πιο μεγάλος φρ ως επίθ
  (σε αριθμό, ποσότητα)περισσότερος επίθ
  πιο πολύς φρ ως επίθ
 Enter your income or $20,000, whichever is greater.
 Συμπληρώστε το εισόδημά σας ή $20.000, οποιοδήποτε ποσό είναι μεγαλύτερο.
greater adj (larger: in size)μεγαλύτερος επίθ
  πιο μεγάλος φρ ως επίθ
 The map suggests that the area of Seattle is greater than that of Cleveland.
 Σύμφωνα με τον χάρτη, η επιφάνεια του Σιάτλ είναι μεγαλύτερη από του Κλήβελαντ.
greater adj (more important)μεγαλύτερος επίθ
  πιο μεγάλος φρ ως επίθ
 Our greater concern is that the money will run out.
 Η μεγαλύτερή μας ανησυχία είναι ότι θα τελειώσουν τα χρήματα.
Greater adj (city: including outlying area)η ευρύτερη περιοχή του/της... έκφρ
 Many new homes are being built in the Greater Birmingham area.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
great adj informal (excellent)τέλειος επίθ
  (μεταφορικά)απίθανος, φοβερός, τρομερός επίθ
  (αργκό)άπαιχτος επίθ
 The concert was great!
 Η συναυλία ήταν τέλεια!
great adj (numerous) (αριθμός, πλήθος κλπ)μεγάλος επίθ
  (κόσμος, αντικείμενα κλπ)πολύς επίθ
 There was a great crowd outside the door.
 Υπήρχε μεγάλο πλήθος έξω από την πόρτα.
great adj (unusual in intensity)πολύ μεγάλος περίφρ
  (μτφ: συναίσθημα)πολύ δυνατός περίφρ
 He had a great love for the Scottish Highlands.
 Έτρεφε πολύ δυνατή αγάπη για τα Χάιλαντς της Σκωτίας.
great adj (unusual in degree)τεράστιος επίθ
  πολύ μεγάλος περίφρ
 The party was a great success.
 Το πάρτι είχε τεράστια επιτυχία.
 Το πάρτι είχε πολύ μεγάλη επιτυχία.
great adj (unusual in power)τεράστιος επίθ
  πολύ μεγάλος επίθ
 Her death was a great blow to him.
 Ο θάνατός της ήταν τεράστιο χτύπημα για αυτόν.
great adj (important)μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός επίθ
 Beethoven's Ninth is one of the great pieces of music of its era.
 Η Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν είναι ένα από τα μεγάλα έργα της εποχής του.
great adj (eminent)μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός επίθ
  επιφανής επίθ
 Churchill was one of Britain's great leaders.
 Ο Τσόρτσιλ ήταν ένας από τους μεγάλους (or: σπουδαίους) ηγέτες της Βρετανίας.
great adj (principal, chief)κεντρικός επίθ
  κυρίως επίρ
  (ειδικά για χορό)αίθουσα χορού φρ ως ουσ θηλ
 The ball will be held in the Great Hall.
 Ο χορός θα δοθεί στην κεντρική αίθουσα.
 Ο χορός θα δοθεί στην κυρίως αίθουσα.
 Ο χορός θα δοθεί στην αίθουσα χορού.
great adj (very large)τεράστιος επίθ
 A tsunami is a great wave, often caused by an earthquake or volcano.
 Το τσουνάμι είναι ένα τεράστιο κύμα που προκαλείται συχνά από σεισμό ή ηφαίστειο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
great adj (lofty)ευγενής επίθ
  υψηλός επίθ
 He's full of great thoughts.
great adj (of good reputation)ξακουστός επίθ
 He came from a great family.
great adj (very admirable) (θαυμαστός)υπέροχος, καταπληκτικός, θαυμάσιος επίθ
  (καθομιλουμένη)φοβερός, τρομερός, τέλειος επίθ
 That was a great speech you gave.
 Υπέροχος (or: Καταπληκτικός) ο λόγος που έβγαλες.
 Φοβερός (or: Τέλειος) ο λόγος που έβγαλες.
great at (doing) [sth] adj informal (expert) (μτφ: σε κτ, στο να κάνω κτ)φοβερός, τρομερός επίθ
  καταπληκτικός επίθ
  (αργκό)άπαιχτος επίθ
  (αργκό)δεν παίζομαι περίφρ
 She's great at crosswords.
 Είναι φοβερή (or: τρομερή) στα σταυρόλεξα.
 Είναι καταπληκτική στα σταυρόλεξα.
 Είναι άπαιχτη στα σταυρόλεξα.
 Δεν παίζεται στα σταυρόλεξα.
great adv US, informal (very well)τέλεια επίρ
  περίφημα, θαυμάσια επίρ
  πολύ καλά περίφρ
 You did great.
 Τα πήγες τέλεια.
 Τα πήγες περίφημα (or: θαυμάσια).
 Τα πήγες πολύ καλά.
Great! interj (excellent!) (καθομιλουμένη)τέλεια! επιφ
  πολύ ωραία! επιφ
  άψογα! επιφ
 You got the job? Great!
 Πήρες τη δουλειά; Τέλεια!
 Πήρες τη δουλειά; Πολύ ωραία!
great n ([sb] important)σπουδαία προσωπικότητα, σημαντική προσωπικότητα επίθ + ουσ θηλ
  σπουδαία μορφή, σημαντική μορφή επίθ + ουσ θηλ
  (μεταφορικά)μεγάλη μορφή επίθ + ουσ θηλ
 He's one of history's greats.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
greater | great
ΑγγλικάΕλληνικά
caul,
greater omentum,
gastrocolic omentum
n
(anatomy: fold of peritoneum)επίπλουν ουσ ουδ άκλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'greater' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση greater στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «greater».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!