grasping

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈgrɑːspɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈgræspɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(grasping, gräs-)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: grasping, grasp

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
grasping adj figurative (greedy)πλεονέκτης, άπληστος επίθ
 The rich old man decided to leave his money to charity, rather than to his grasping grandchildren.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
grasp [sth],
grasp [sb]
vtr
(hold firmly) (εκείνη τη στιγμή)γραπώνω, αρπάζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)τσακώνω, βουτάω ρ μ
  (για ώρα)κρατάω γερά ρ μ + επίρ
  σφίγγω ρ μ
 Mike grasped his bag tightly on the subway.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήγε να την αρπάξει από τον καρπό, αλλά εκείνη πρόλαβε να το σκάσει.
 Ο Μάικ κρατούσε γερά την τσάντα του, όταν ήταν στο μετρό.
grasp [sth] vtr figurative (understand)κατανοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι ρ μ
  (μεταφορικά)συλλαμβάνω ρ μ
  (μεταφορικά, καθομ)πιάνω ρ μ
 Gerald couldn't grasp the complicated concept that his teacher was trying to explain.
 Ο Τζέραλντ δεν μπορούσε να κατανοήσει την πολύπλοκη έννοια που προσπαθούσε να εξηγήσει ο δάσκαλός του.
grasp n (hold)κράτημα, πιάσιμο ουσ ουδ
  γράπωμα ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Συχνά αποδίδεται με το αντίστοιχο ρήμα.
 Heather's firm grasp on the rope kept her from falling down the cliff.
grasp n figurative (understanding)κατανόηση, αντίληψη ουσ θηλ
 Melanie's firm grasp of biology meant she passed the exam with flying colours.
 Η πλήρης κατανόηση της βιολογίας οδήγησε τη Μέλανι να περάσει με άριστα την εξέταση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
grasp at [sth] vtr phrasal insep (try to grab)αρπάζω, πιάνω, κρατώ ρ μ
  κρατιέμαι από κτ ρ αμ + πρόθ
  αρπάζομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
 John grasped at the rim of the pool as his friends tried to pull him away.
grasp at [sth] vtr phrasal insep figurative (seize opportunity) (μεταφορικά)αρπάζω ρ μ
 Kyra grasped at the opportunity to represent her school at the undergraduate research conference.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
grasp | grasping
ΑγγλικάΕλληνικά
grasp for [sth] vtr phrasal insep (try to grab)πάω να αρπάξω έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
grasp | grasping
ΑγγλικάΕλληνικά
grasp at straws,
clutch at straws,
grab at straws,
grasp at a straw,
clutch at a straw
v expr
informal, figurative (do [sth] desperate) (μεταφορικά)παίζω το τελευταίο μου χαρτί εκφρ
  επιχειρώ κτ μάταια περίφρ
Σχόλιο: Usually used in the continuous.
 The company tried using a new slogan, but they were clutching at straws; they were doomed to go bankrupt.
have a grasp of [sth] v expr (understand)καταλαβαίνω ρ μ
within your grasp adj (attainable) (μεταφορικά)είμαι μια ανάσα από κτ έκφρ
  (μεταφορικά)κτ είναι στο χέρι μου έκφρ
 Keep trying – the first prize is easily within your grasp.
 Συνέχισε την προσπάθεια, είσαι μια ανάσα από το πρώτο βραβείο.
within your grasp adv (close enough to reach) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 Your glasses are right there on the table, well within your grasp.
 Τα γυαλιά σου είναι εκεί στο τραπεζάκι, μπορείς να τα φτάσεις.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'grasping' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση grasping στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «grasping».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!