• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
grabber n (device used for grasping)λαβίδα, δαγκάνα, λαβή ουσ θηλ
 The machine has a grabber to pick up and move each piece.
grabber n (person who grabs) (αρνητικό)άρπαγας ουσ αρσ
 My little brother is such a grabber; if I'm not careful he'll pull everything off my shelves.
grabber n slang ([sth] that gets attention)κάτι που προσελκύει την προσοχή
 This new slogan is a real attention grabber.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
land-grabber n (person who seizes land, esp. illegally)καταπατητής ουσ αρσ
  αυτός που προβαίνει σε αρπαγή γης περίφρ
  αυτός που προβαίνει σε αρπαγή εδαφών περίφρ
 Land-grabbers have razed much of this rainforest in order to cultivate palm trees.
moneygrubber,
money-grubber,
money grubber,
moneygrabber,
money-grabber,
money grabber
n
([sb] greedy, mercenary)φιλάργυρος επίθ
  σφιχτοχέρης, τσιγγούνης ουσ αρσ
  σφιχτοχέρα, τσιγγούνα ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση grabber στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «grabber».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!