WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
grabby adj | informal (grasping, clamorous) | πλεονέκτης, άπληστος επίθ |
| (μτφ, καθομ) | αρπακτικό ουσ ουδ |
| (που επιζητά την προσοχή) | κραυγαλέος, κατάφωρος επίθ |
| On sales days, the store is overrun by grabby customers. |
Δεν βρέθηκαν συζητήσεις για τον όρο "grabby" στο Greek φόρουμ.grabby - English Only forum
- Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «grabby».
Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά