• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: grappling, grapple

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
grappling n (combat sport) (είδος πάλης)grappling ουσ ουδ άκλ
 Slapping, which is not allowed in wrestling, is permitted in grappling.
grappling n uncountable (act of grabbing hold of [sth/sb](καθομιλουμένη)γράπωμα ουσ ουδ
  προσπάθεια να πιαστώ φρ ως ουσ θηλ
 Steve's hands were greasy and, for all his grappling, he couldn't get a grip on the branch to pull himself up.
grappling n figurative (act of wrestling with an idea) (μεταφορικά: π.χ. με ιδέα)το να παλεύω περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
grapple vi (wrestle, fight)παλεύω ρ αμ
  (ανεπίσημο)πλακώνομαι ρ μ αλληλοπαθ
  (ανεπίσημο)παίζω ξύλο έκφρ
  (καθομιλουμένη)έρχομαι στα χέρια έκφρ
 He and his brother were grappling on the muddy ground.
 Με τον αδελφό του πάλευαν πάνω στο λασπωμένο χώμα.
grapple with [sb/sth] vi + prep (wrestle, fight with)παλεύω με κπ ρ αμ + πρόθ
  (αργκό)πλακώνομαι με κπ ρ μ αλληλοπαθ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)παίζω ξύλο με κπ έκφρ
  έρχομαι στα χέρια με κπ έκφρ
 Horace grappled with his opponent in the wrestling ring.
 The police officers grappled with the protesters to keep them behind the barrier.
 Ο Οράτιος πάλευε με τον αντίπαλό του στο ρινγκ. // Οι αστυνομικοί πάλεψαν με τους διαδηλωτές για να τους κρατήσουν πίσω από το εμπόδιο.
grapple with [sth] vi + prep figurative (struggle with [sth] difficult) (μεταφορικά)παλεύω με κτ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)ζορίζομαι με κτ ρ αμ + πρόθ
 He's still grappling with French irregular verbs.
 Ακόμη παλεύει με τα ανώμαλα ρήματα της γαλλικής.
grapple [sth/sb] vtr (grab hold of [sth/sb])αρπάζω ρ μ
grapple n informal (instance of wrestling)πάλη ουσ θηλ
  (ανεπίσημο, μεταφορικά)ξύλο ουσ ουδ
 His grapple with the Men's Champion left Bob with a sprained shoulder.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
grappling | grapple
ΑγγλικάΕλληνικά
grappling hook,
grappling iron,
grapnel
n
(nautical: small anchor)γάντζος ουσ αρσ
  αγκυρίδιο ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'grappling' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση grappling στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «grappling».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!