Σύνθετοι τύποι:
|
disc golf n | (frisbee game) | παιχνίδι με φρίσμπι και στόχο |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| Disc golf can be played by men and women of all ages. |
golf bag n | (bag for carrying golf clubs) | σάκος για τα μπαστούνια του γκολφ ουσ αρσ |
Σχόλιο: γκολφ: ξενικό, άκλιτο |
| He hoped that using his father's golf bag would bring him luck in his game. |
golf ball n | (small white ball used in golf) | μπαλάκι του γκολφ ουσ ουδ |
Σχόλιο: γκολφ: ξενικό, άκλιτο. Μπαλάκι: υποκοριστικό της μπάλας |
| When he went golfing he hit the golf ball into the water. |
golf cart, golf buggy n | (small vehicle used by golfers) | αμαξάκι του γκολφ περίφρ |
golf club n | (long-handled stick used in golf) | μπαστούνι του γκολφ ουσ ουδ |
Σχόλιο: γκολφ: ξενικό, άκλιτο |
| A caddy is a person who carries your golf clubs round for you. |
golf club n | (golfing organization) | σύλλογος γκολφ ουσ αρσ |
Σχόλιο: γκολφ: ξενικό, άκλιτο |
| They joined the golf club in order to make new friends. |
golf course n | (terrain on which golf is played) | γήπεδο γκολφ ουσ ουδ |
Σχόλιο: γκολφ: ξενικό, άκλιτο |
| Most golf courses have 18 holes. |
golf hole n | (one of 18 areas of a golf course) | τρύπα ουσ θηλ |
| (κατά λέξη) | τρύπα του γκολφ περίφρ |
golf links n | (terrain on which golf is played) | γήπεδο γκολφ ουσ ουδ |
Σχόλιο: γκολφ: ξενικό, άκλιτο |
golf shoe n | usually plural (shoe worn to play golf) | παπούτσι του γκολφ φρ ως ουσ ουδ |
Σχόλιο: γκολφ: ξενικό, άκλιτο |
| Golf shoes are required on the putting green. |
golf stick n | (club used for playing golf) | μπαστούνι του γκόλφ περίφρ |
golf swing n | (stroke of the golf club) (με το μπαστούνι του γκολφ) | χτύπημα ουδ ουδ |
links n | (golf course) | γήπεδο γκολφ φρ ως ουσ ουδ |
| "Murder on the Links" is an Agatha Christie mystery. |
| «Ο Φόνος στο Γήπεδο του Γκολφ» είναι ένα μυθιστόρημα μυστηρίου της Αγκάθα Κρίστι. |
miniature golf, mini-golf, minigolf, mini golf n | (golf on a mini-course) | μίνι γκολφ ουσ ουδ άκλ |
| The children all enjoyed a game of miniature golf this afternoon. |
round of golf n | (game: playing all 18 holes of a golf course) (ολοκληρωμένο παιχνίδι) | γύρος γκολφ περίφρ |
| I was thinking about going out for a round of golf this afternoon. |
| Έλεγα να πηγαίναμε για ένα γύρο γκολφ σήμερα το απόγευμα. |
tee, golf tee n | (golf: stand for first stroke) (γκολφ) | μικρός πάσσαλος για την τοποθέτηση της μπάλας πριν από το εναρκτήριο λάκτισμα περίφρ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| Jenna bought a box of golf balls and some tees before she went golfing. |