bunker

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbʌŋkər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈbʌŋkɚ/ ,USA pronunciation: respelling(bungkər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bunker n (shelter)οχυρό καταφύγιο φρ ως ουσ ουδ
  πολεμικό οχυρό επίθ + ουσ ουδ
  οχυρό ουσ ουδ
 The soldiers crouched in their bunker.
bunker n (golf: sand trap)παγίδα άμμου φρ ως ουσ θηλ
 My shot was terrible; the ball went into the bunker.
bunker [sth] vtr (golf: hit into sand trap)στέλνω κτ σε παγίδα άμμου, στέλνω κτ σε bunker περίφρ
 The golfer bunkered her shot.
bunker [sth] vtr figurative, informal, UK (hinder)εμποδίζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)μπλοκάρω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bunker n (nautical: ship fuel) (πλοίου)καύσιμα ουσ ουδ πλ
  μπόνκερς ουσ ουδ πλ
bunker n (fuel storage tank on ship) (σε πλοίο)δεξαμενή καυσίμων φρ ως ουσ θηλ
  μπόνκερ ουσ ουδ άκλ
 The workers filled the bunker with oil.
bunker [sth] vtr (nautical: add fuel)βάζω καύσιμα σε κτ έκφρ
 The workers bunkered the ship
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'bunker' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bunker στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bunker».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!