glancing

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈglɑːnsɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈglænsɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(glansing, glän-)

From the verb glance: (⇒ conjugate)
glancing is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: glancing, glance

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
glancing adj (deflected)λοξός επίθ
  από τα πλάγια περίφρ
 The baseball struck Jack's elbow a glancing blow.
glancing adj (sidelong, sideways)λοξός επίθ
 Nina gave a last, glancing look at her old house before leaving.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
glance n (glimpse) (καθομιλουμένη)ματιά ουσ θηλ
  γρήγορο βλέμμα ουσ ουδ
 He had a glance at the newspaper headline.
 Έριξε μια ματιά στον κεντρικό τίτλο της εφημερίδας.
 Έριξε ένα βλέμμα στον κεντρικό τίτλο της εφημερίδας.
glance vi (look)κοιτάζω, κοιτάω ρ μ
  (βιαστικά, πεταχτά)ρίχνω ματιά έκφρ
  (καθομιλουμένη)ρίχνω ένα βλέφαρο έκφρ
 She couldn't help glancing towards the clock every five minutes.
 Δεν σταματούσε να ρίχνει ματιές στο ρολόι κάθε πέντε λεπτά.
glance at [sth/sb] vi + prep (look quickly at)ρίχνω μία ματιά σε κτ/κπ έκφρ
  (αργκό)ρίχνω ένα βλέφαρο σε κτ έκφρ
  (εγώ με κάποιον άλλον)ανταλλάσσω ματιές με κπ έκφρ
 Mark kept glancing at the door to see if his date had arrived.
 We glanced at each other discreetly.
 Ο Μαρκ έριχνε ματιές στην πόρτα για να δει εάν είχε φτάσει η συνοδός του. // Ρίχναμε διακριτικές ματιές ο ένας στον άλλο.
glance up vi + adv (look briefly upwards) (προς τα πάνω)ρίχνω μια ματιά έκφρ
  κοιτάζω πάνω ρ αμ + επίρ
  σηκώνω το βλέμμα μου έκφρ
 The soccer player glanced up before crossing the ball into the penalty area.
 Ο ποδοσφαιριστής σήκωσε το βλέμμα του πριν περάσει την μπάλα στην περιοχή του πέναλτι.
glance down vi + adv (look briefly downwards) (προς τα κάτω)ρίχνω μια ματιά έκφρ
  κοιτάζω κάτω ρ μ + επίρ
  χαμηλώνω το βλέμμα μου σε κτ περίφρ
 Sarah glanced down at the contents of her plate.
 Η Σάρα έριξε μια ματιά στο περιεχόμενο του πιάτου της.
glance off [sth] vi + prep (be deflected by)χτυπάω και εξοστρακίζομαι περίφρ
  εξοστρακίζομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)βρίσκω ρ μ
  βρίσκω σε κτ ρ αμ + πρόθ
 The shot glanced off a defender and went into the goal.
 Το σουτ βρήκε τον αμυντικό και η μπάλα κατέληξε στο τέρμα.
glance back vi + adv (look briefly behind)κοιτάζω πίσω, κοιτάω πίσω ρ αμ + επίρ
  ρίχνω μια ματιά προς τα πίσω περίφρ
 As she walked away, she glanced back to see if he was still there.
 Καθώς έφευγε κοίταξε πίσω της να δει εάν αυτός ήταν ακόμα εκεί.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
glance n (deflection) (επίσημο)εκτροπή ουσ θηλ
 The glance resulted in a score for the opponents.
glance n archaic (gleam)λάμψη ουσ θηλ
 There was a glance of light from her diamond ring.
glance vi (flash)αντανακλώμαι ρ αμ
  αντανακλώ ρ μ
 She waved her ring so the light would glance off it.
glance [sth] vtr (deflect)εκτρέπω ρ μ
 He glanced the ball to the boundary.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
glance | glancing
ΑγγλικάΕλληνικά
at a glance adv (with one quick look)με την πρώτη ματιά επίρ
at a glance adv figurative (quickly, rapidly) (μεταφορικά)με την πρώτη ματιά επίρ
Σχόλιο: επιρρηματικός προσδιορισμός
at first glance expr (initially)αρχικά, στην αρχή επίρ
 It was a good plan at first glance, but later we realized it was a dud.
cast a glance over [sth] v expr (survey quickly) (σε κτ)ρίχνω μια ματιά έκφρ
 Just before her guests arrived, she cast a glance over the table to be sure everything was in place.
glance away vi + adv (look away quickly)στρέφω το βλέμμα μου αλλού περίφρ
  κοιτάζω αλλού ρ αμ + επίρ
glance over vi + adv (look quickly)ρίχνω μια γρήγορη ματιά έκφρ
  ρίχνω μια κλεφτή ματιά έκφρ
 I barely dared to look at Megan, but when I did glance over, she was smiling.
glance over [sth] vi + prep (examine quickly)ρίχνω μια γρήγορη ματιά σε κτ έκφρ
  ρίχνω μια κλεφτή ματιά σε κτ έκφρ
shoot a glance at [sb],
dart a glance at [sb],
cast a glance at [sb]
v expr
(look quickly at) (σε κάποιον)ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά έκφρ
  (αργκό, μεταφορικά)ρίχνω ένα βλέφαρο έκφρ
shoot [sb] a glance,
cast [sb] a glance
v expr
(look quickly at) (σε κάποιον)ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά έκφρ
  (αργκό, μεταφορικά)ρίχνω ένα βλέφαρο έκφρ
steal a glance at [sth/sb] v expr (look quickly, furtively at)ρίχνω κλεφτή ματιά σε κάποιον έκφρ
 She stole a glance at him when she thought he wasn't looking.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'glancing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση glancing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «glancing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!