• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
glamor (US),
glamour (UK)
n
(style, attractiveness)έλξη, ελκυστικότητα, γοητεία ουσ θηλ
  αίγλη ουσ θηλ
 He likes the glamor of being a balloon pilot.
glamor (US),
glamour (UK)
n
(photography: soft porn)αισθησιακή φωτογράφιση επίθ + ουσ θηλ
 He's a photographer who specializes in fashion and glamour.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
glamour model,
also US: glamor model
n
(woman: poses for erotic photos)μοντέλο για ερωτικές φωτογραφίσεις φρ ως ουσ ουδ
 She worked as a glamour model before studying acting.
glamour photography,
also US: glamor photography
n
(photography: soft porn)ερωτική φωτογράφιση επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'glamor' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση glamor στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «glamor».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!