WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
fudge n | (confection) | fudge, φατζ ουσ ουδ άκλ |
| Anne bought some fudge for her children. |
| Η Άν αγόρασε λίγο φατζ για τα παιδιά της. |
fudge n | US (chocolate ganache) | fudge, φατζ ουσ ουδ άκλ |
| Kate made fudge for the holidays. |
| Η Κέιτ έφτιαξε φατζ για τις γιορτές. |
fudge [sth]⇒ vtr | slang (fake, cheat) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | μαγειρεύω ρ μ |
| The accountant was arrested for fudging the numbers at work and stealing money from the company. |
| Ο λογιστής συνελήφθη γιατί μαγείρεψε τους αριθμούς στη δουλειά και έκλεβε χρήματα από την εταιρεία. |
fudge [sth] vtr | slang (do clumsily) (καθομιλουμένη, μεταφορικά: εργασία) | πασαλείφω ρ μ |
| (πιο γενικά) | κάνω προχειροδουλειά περίφρ |
| Tim hadn't done the research for his essay, so he fudged it. |
| Ο Τιμ δεν είχε κάνει έρευνα για την εργασία του και έτσι έκανε προχειροδουλειά. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
fudge n | UK, informal (evasion) | υπεκφυγή ουσ θηλ |
| The minister was accused of a fudge when she refused to clarify the policy. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: