forbidden

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/fərˈbɪdən/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(fər bidn, fôr-)

From the verb forbid: (⇒ conjugate)
forbidden is: Click the infinitive to see all available inflections
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: forbidden, forbid

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
forbidden adj (act: not permitted)που απαγορεύεται περίφρ
  απαγορευμένος μτχ πρκ
 Smoking is forbidden anywhere in the building.
 Το κάπνισμα απαγορεύεται οπουδήποτε στο κτίριο.
forbidden to do [sth] expr (person: prohibited)απαγορεύεται να κάνω κτ έκφρ
  δεν επιτρέπεται να κάνω κτ έκφρ
  μου απαγορεύεται να κάνω κτ, δεν μου επιτρέπεται να κάνω κτ έκφρ
 You are forbidden to ever come to this library again.
 Απαγορεύεται να έρθεις ξανά σε αυτήν τη βιβλιοθήκη.
forbidden from doing [sth] expr (person: prohibited)μου απαγορεύεται να κάνω κτ έκφρ
  δεν μου επιτρέπεται να κάνω κτ έκφρ
  δεν επιτρέπεται να κάνω κτ έκφρ
 James was forbidden from going out with his friends until his exams were over.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
forbid [sth] vtr (prohibit)απαγορεύω ρ μ
 In 1920, the US passed a law to forbid the production and consumption of alcohol.
 Το 1920, οι ΗΠΑ πέρασαν έναν νόμο που απαγόρευε την παραγωγή και κατανάλωση αλκοόλ.
forbid [sb] from doing [sth],
forbid [sb] to do [sth]
v expr
(command against) (σε κπ να κάνει κτ)απαγορεύω ρ μ
 John's parents forbade him to spend any more time with his troublesome friends.
 Οι γονείς του Τζον του απαγόρευσαν να περνά άλλο χρόνο με τους ταραχοποιούς φίλους του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
forbid [sth] vtr figurative (make impossible) (επίσημο)καθιστώ κτ απαγορευτικό περίφρ
  δεν επιτρέπω περίφρ
 Temperatures in the Arctic forbid the cultivation of crops.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
forbidden | forbid
ΑγγλικάΕλληνικά
forbidden fruit n figurative (illicit pleasure)απαγορευμένος καρπός ουσ αρσ
 To someone on a diet, chocolate cake is forbidden fruit.
forbidden fruit n (Bible: fruit of tree of knowledge)απαγορευμένος καρπός ουσ αρσ
 Adam ate the forbidden fruit and was expelled from paradise.
forbidden love n (sexual relationship: taboo)απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας ουσ αρσ
  απαγορευμένη αγάπη ουσ θηλ
 My sister's child was a result of our forbidden love.
forbidden love n (romantic relationship: taboo)απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας ουσ αρσ
  απαγορευμένη αγάπη ουσ θηλ
 Romeo and Juliet is a sad tale of forbidden love.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'forbidden' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: eat the forbidden fruit, she is forbidden fruit, forbidden from [using, entering, being], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση forbidden στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «forbidden».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!