taboo

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/təˈbuː/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/təˈbu, tæ-/ ,USA pronunciation: respelling(tə bo̅o̅, ta-)

Inflections of 'taboo' (n): npl: taboos
Inflections of 'taboo' (v): (⇒ conjugate)
taboos
v 3rd person singular
tabooing
v pres p
tabooed
v past
tabooed
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
taboo n ([sth] unacceptable)ταμπού ουσ ουδ άκλ
 Smoking has been turned into a taboo in parts of Western Europe.
 Το κάπνισμα έχει αρχίσει να θεωρείται ταμπού σε κάποια μέρη της Δυτικής Ευρώπης.
taboo adj (prohibited, unacceptable)απαγορευμένος μτχ ενεστ
  ταμπού ουσ ουδ άκλ
 It's taboo to touch food with your left hand in some cultures.
 Σε κάποιες χώρες, το να ακουμπήσεις φαγητό με τα χέρια θεωρείται απαγορευμένο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
taboo [sth] vtr (put under taboo)θεωρώ κτ ταμπού περίφρ
  κατηγοριοποιώ κτ ως ταμπού περίφρ
 It's dangerous to taboo sexual education.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'taboo' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση taboo στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «taboo».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!