forcible

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈfɔːrsɪbəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈfɔrsəbəl/ ,USA pronunciation: respelling(fôrsə bəl, fōr-)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
forcible adj (forced, done by force)αναγκαστικός, εξαναγκαστικός επίθ
  που γίνεται δια της βίας έκφρ
  (διάρρηξη, είσοδος)παράνομος επίθ
  βίαιος επίθ
 Police found signs of forcible entry at the home.
forcible adj (forceful, powerful)ισχυρός επίθ
  δυνατός επίθ
 Kenny has a pretty forcible personality.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'forcible' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση forcible στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «forcible».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!