• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: foraging, forage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
foraging n (gathering food)αναζήτηση τροφής φρ ως ουσ θηλ
  συλλογή τροφής φρ ως ουσ θηλ
  τροφοσυλλογή ουσ θηλ
 Before the first agricultural revolution, humans relied on foraging and hunting for their food.
foraging adj (gathering food)που αναζητά τροφή περίφρ
  που συλλέγει τροφή περίφρ
  που τροφοσυλλέγει περίφρ
 The man scoured the forest for truffles with the assistance of his foraging pig.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
forage vi (search for food)αναζητώ τροφή ρ μ + ουσ θηλ
  ψάχνω τροφή ρ μ + ουσ θηλ
 Wild hogs forage near the hiking trail, so be careful.
forage for [sth] vi + prep (search for: food)αναζητώ, ψάχνω ρ μ
Σχόλιο: Ο αγγλικός όρος είναι πιο εξειδικευμένος καθώς αναφέρεται αποκλειστικά στην αναζήτηση τροφής.
 A squirrel rummaged below the tree, foraging for nuts.
forage vi figurative (rummage around) (μεταφορικά)ψάχνω ρ αμ
 Leah foraged in her bag for her keys.
forage n (search for food)αναζήτηση τροφής ουσ θηλ
  (φυτοφάγα ζώα)βοσκή ουσ θηλ
 Our forage was unsuccessful, and we settled for sandwiches at home.
forage n (food for cattle)νομή, χορτονομή ουσ θηλ
 The rancher collected and stored enough forage for winter.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση foraging στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «foraging».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!