flexible

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈflɛksɪbəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈflɛksəbəl/ ,USA pronunciation: respelling(fleksə bəl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
flexible adj (can bend)εύκαμπτος επίθ
  ευλύγιστος επίθ
  ελαστικός επίθ
 The spring was made of flexible steel.
 Το ελατήριο ήταν φτιαγμένο από εύκαμπτο ατσάλι.
flexible adj (plans, schedule)ευέλικτος επίθ
  (μεταφορικά)ελαστικός επίθ
 Ron was on a new flexible work schedule.
 Ο Ρον είχε νέο ευέλικτο ωράριο εργασίας.
flexible adj (person: can bend)ευλύγιστος επίθ
 Rachel had been doing yoga for a long time and was very flexible.
 Η Ρέιτσελ έκανε γιόγκα για πολύ καιρό και ήταν πολύ ευλύγιστη.
flexible adj figurative (tractable) (μεταφορικά)ευέλικτος, ευπροσάρμοστος επίθ
 Susan is very flexible, she'll go along with anything.
 Η Σούζαν είναι πολύ ευέλικτη και συμφωνεί με τα πάντα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'flexible' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: is [extremely, incredibly, very] flexible, a flexible [dancer, child], a flexible [material, substance, fabric, metal, rod], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση flexible στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «flexible».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!