• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: fingered, finger

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fingered adj (goods: spoiled by handling)πειραγμένος μτχ πρκ
  που έχει βλαφτεί από άγγιγμα περιφρ
fingered,
-fingered
adj
(having a given number of fingers)δάκτυλος, δάχτυλος επίθημα
Σχόλιο: Used in combination
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
finger n (digit on hand)δάχτυλο ουσ ουδ
  δάκτυλο ουσ ουδ
  (κατά λέξη)δάχτυλο χεριού περίφρ
 He broke one of the fingers on his right hand.
finger [sth] vtr (touch)αγγίζω, ψηλαφώ, ψηλαφίζω ρ μ
  (λόγιος)ψαύω ρ μ
  (καθομιλουμένη)ψαχουλεύω ρ μ
 She gently fingered the fabric, assessing its quality.
 Άγγιξε απαλά το ύφασμα για να δει την ποιότητά του.
finger [sth] vtr (music: play with fingers)εκτελώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)παίζω ρ μ
  (κατά λέξη)παίζω με τα δάχτυλα περίφρ
 To play that passage as written, you need to finger the trill very rapidly.
 Για να παίξεις εκείνο το κομμάτι όπως είναι γραμμένο, πρέπει να παίξεις με τα δάκτυλα την τρίλια πολύ γρήγορα.
finger [sth] vtr (touch, play: chords, keys)παίζω ρ μ
  (κατά λέξη)παίζω με τα δάχτυλα περίφρ
 How do you finger an A chord on a guitar?
 Πώς παίζεις μια χορδή Α στην κιθάρα;
finger [sb] vtr slang (touch sexually) (καθομιλουμένη)βάζω δάχτυλο σε κπ περίφρ
 I can't believe he fingered her in the bathroom stall.
 Δεν το πιστεύω πως της έβαλε δάχτυλο στην τουαλέτα.
finger [sb] vtr figurative, slang (inform on)καταδίδω ρ μ
  (καθομιλουμένη)καρφώνω ρ μ
 She fingered him for the murder.
 Τον κατέδωσε για τον φόνο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
finger n (strip of land)λωρίδα γης φρ ως ουσ θηλ
 It was a beautiful finger of land, jutting out into the lake.
finger n (measure of liquid) (ως μονάδα μέτρησης)δάχτυλο, δάκτυλο ουσ ουδ
 Bartender, pour me two fingers of whiskey.
finger n figurative (shape: strip, band)λωρίδα ουσ θηλ
  ταινία ουσ θηλ
 The chef filled the courgettes with minced lamb and topped them with a finger of thick yogurt.
finger n (chocolate bar, biscuit) (ολόκληρο, μακρόστενο σχήμα)μπάρα ουσ θηλ
  (μεταφορικά: κομματάκι)δαχτυλάκι ουσ ουδ
 She broke off a finger of her biscuit and dunked it in her coffee.
finger [sth] vtr (music: mark to show which fingers used)σημειώνω σε κτ το κατάλληλο δάχτυλο έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
fingered | finger
ΑγγλικάΕλληνικά
light-fingered adj figurative, informal (given to stealing) (επιδέξιος κλέφτης)ελαφροχέρης επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fingered στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fingered».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!