• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fair-weather n as adj (for use in good weather) (ως προς τη χρήση)που ενδείκνυται για καλοκαιρία περίφρ
  που κάνει μόνο για όταν έχει καλό καιρό περίφρ
  (μεταφορικά: πιο γενικά)ερασιτεχνικός επίθ
fair-weather n as adj (cyclist, etc: only in good weather)που κάνει κτ μόνο όταν έχει καλό καιρό περίφρ
  (μεταφορικά: πιο γενικά)ερασιτέχνης επίθ
fair-weather n as adj figurative (unreliable in difficulty)που είναι μόνο για τα εύκολα περίφρ
  (μόνο για άτομα)υστερόβουλος, αναξιόπιστος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
fair-weather friend n ([sb] not supportive in difficult times)φίλος στα εύκολα, φίλος για τα εύκολα περίφρ
  απλός γνωστός, απλή γνωστή επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
 I haven't heard from Julie since I got my diagnosis; she's always been a fair-weather friend.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fair-weather στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fair-weather».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!