enlist

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪnˈlɪst/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ɛnˈlɪst/ ,USA pronunciation: respelling(en list)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
enlist vi (join the military) (στο στρατό)κατατάσσομαι ρ αμ
 My father enlisted when he was 18.
 Ο πατέρας μου κατατάχτηκε όταν ήταν 18 χρονών.
enlist [sb] vtr (engage: person to help)επιστρατεύω ρ μ
  (επί πληρωμή)προσλαμβάνω ρ μ
 Why don't you enlist a legal adviser to sort this out?
enlist [sth] vtr (engage: services, help)επιστρατεύω ρ μ
 We enlisted the services of a plumber to clean up the mess.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
reenlist,
re-enlist
vi
(sign up or register again)επανεγγράφομαι ρ αμ
  ξαναδηλώνω συμμετοχή περίφρ
  εγγράφομαι εκ νέου περίφρ
  (καθομιλουμένη)ξαναγράφομαι ρ αμ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'enlist' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: enlisted in the [Army, Navy, Marines, Air Force, military], didn't tell her [family, friends] that she enlisted in the [Army], before enlisting (in the Army), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση enlist στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «enlist».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!