volunteer

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌvɒlənˈtɪər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˌvɑlənˈtɪr/ ,USA pronunciation: respelling(vol′ən tēr)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
volunteer n (person willing to do [sth](άτομο)εθελοντής, εθελόντρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 We need volunteers to transcribe this manuscript.
 Χρειαζόμαστε εθελοντές για να μεταγράψουν αυτό το χειρόγραφο.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι εθελόντρια στον Ερυθρό Σταυρό.
volunteer n ([sb] doing unpaid charity work)εθελοντής, εθελόντρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Rubin is a volunteer at the animal shelter on weekends.
 Η Ρούμπιν είναι εθελόντρια στο καταφύγιο ζώων τα σαββατοκύριακα.
volunteer n (unpaid worker)εθελοντής, εθελόντρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The town's fire brigade is made up entirely of volunteers.
 Η πυροσβεστική υπηρεσία της πόλης απαρτίζεται εξ' ολοκλήρου από εθελοντές.
volunteer vi (do unpaid charity work)προσφέρω εθελοντική εργασία περίφρ
  είμαι εθελοντής, είμαι εθελόντρια ρ έκφρ
 Would you be interested in volunteering?
 Θα σε ενδιέφερε να προσφέρεις εθελοντική εργασία;
volunteer [sth] vtr (offer: time, services, etc.)προσφέρω ρ μ
  προσφέρω εθελοντικά ρ μ + επίρ
  (χωρίς αμοιβή)προσφέρω αφιλοκερώς ρ μ + επίρ
 Thank you to those who have volunteered their time and talents to make this project a success.
 Ευχαριστούμε αυτούς που πρόσφεραν τον χρόνο και το ταλέντο τους για να καταστήσουν επιτυχές αυτό το έργο.
volunteer to do [sth] v expr (offer to do [sth](να κάνω κάτι)προσφέρομαι ρ αμ
  προθυμοποιούμαι ρ αμ
 Stella volunteered to go first.
 Η Στέλλα προσφέρθηκε να πάει πρώτη.
volunteer vi (offer)προσφέρομαι ρ αμ
  προθυμοποιούμαι ρ αμ
 They asked who wanted to go first and Dan volunteered.
volunteer [sth] vtr (information: give unprompted)λέω από μόνος μου περίφρ
  λέω χωρίς να ερωτηθώ περίφρ
 'I think the answer is 10,' the student volunteered.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
volunteer n (enlisted soldier)εθελοντής, εθελόντρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 He was a volunteer in the twenty- second regiment.
volunteer n (plant that grows uncultivated) (για φυτά)αυτοφυές ουσ ουδ
 These crop plants are volunteers, growing without any help on my part.
volunteer vi (military: enlist)κατατάσσομαι εθελοντικά στο στρατό περίφρ
 He volunteered even before war was declared.
volunteer [sth] vtr (offer)προσφέρω ρ μ
 She volunteered her help for the weekend.
volunteer yourself vtr (military: enlist yourself)κατατάσσομαι εθελοντικά ρ αμ + επίρ
 He volunteered himself at the outbreak of war.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
all-volunteer army n US (military: non-conscripted force)εθελοντικός στρατός ουσ αρσ
trained volunteer n (unpaid worker)εθελοντής, εθελόντρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  εκπαιδευμένος εθελοντής, εκπαιδευμένη εθελόντρια επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
volunteer fireman n (unpaid male fire-fighter)εθελοντής πυροσβέστης ουσ αρσ
 Most small towns use volunteer firemen.
volunteer work n (unpaid employment for a cause)εθελοντική εργασία επίθ + ουσ θηλ
 Volunteer work looks good on your resume.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'volunteer' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: volunteer to [help, work, organize, take, serve, be, do], a [part, full]- time volunteer, a volunteer [firefighter, police officer, aid worker], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση volunteer στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «volunteer».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!