Κύριες μεταφράσεις |
volunteer n | (person willing to do [sth]) (άτομο) | εθελοντής, εθελόντρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| We need volunteers to transcribe this manuscript. |
| Χρειαζόμαστε εθελοντές για να μεταγράψουν αυτό το χειρόγραφο. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι εθελόντρια στον Ερυθρό Σταυρό. |
volunteer n | ([sb] doing unpaid charity work) | εθελοντής, εθελόντρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| Rubin is a volunteer at the animal shelter on weekends. |
| Η Ρούμπιν είναι εθελόντρια στο καταφύγιο ζώων τα σαββατοκύριακα. |
volunteer n | (unpaid worker) | εθελοντής, εθελόντρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| The town's fire brigade is made up entirely of volunteers. |
| Η πυροσβεστική υπηρεσία της πόλης απαρτίζεται εξ' ολοκλήρου από εθελοντές. |
volunteer⇒ vi | (do unpaid charity work) | προσφέρω εθελοντική εργασία περίφρ |
| | είμαι εθελοντής, είμαι εθελόντρια ρ έκφρ |
| Would you be interested in volunteering? |
| Θα σε ενδιέφερε να προσφέρεις εθελοντική εργασία; |
volunteer [sth]⇒ vtr | (offer: time, services, etc.) | προσφέρω ρ μ |
| | προσφέρω εθελοντικά ρ μ + επίρ |
| (χωρίς αμοιβή) | προσφέρω αφιλοκερώς ρ μ + επίρ |
| Thank you to those who have volunteered their time and talents to make this project a success. |
| Ευχαριστούμε αυτούς που πρόσφεραν τον χρόνο και το ταλέντο τους για να καταστήσουν επιτυχές αυτό το έργο. |
volunteer to do [sth] v expr | (offer to do [sth]) (να κάνω κάτι) | προσφέρομαι ρ αμ |
| | προθυμοποιούμαι ρ αμ |
| Stella volunteered to go first. |
| Η Στέλλα προσφέρθηκε να πάει πρώτη. |
volunteer⇒ vi | (offer) | προσφέρομαι ρ αμ |
| | προθυμοποιούμαι ρ αμ |
| They asked who wanted to go first and Dan volunteered. |
volunteer [sth]⇒ vtr | (information: give unprompted) | λέω από μόνος μου περίφρ |
| | λέω χωρίς να ερωτηθώ περίφρ |
| 'I think the answer is 10,' the student volunteered. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
volunteer n | (enlisted soldier) | εθελοντής, εθελόντρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| He was a volunteer in the twenty- second regiment. |
volunteer n | (plant that grows uncultivated) (για φυτά) | αυτοφυές ουσ ουδ |
| These crop plants are volunteers, growing without any help on my part. |
volunteer⇒ vi | (military: enlist) | κατατάσσομαι εθελοντικά στο στρατό περίφρ |
| He volunteered even before war was declared. |
volunteer [sth]⇒ vtr | (offer) | προσφέρω ρ μ |
| She volunteered her help for the weekend. |
volunteer yourself vtr | (military: enlist yourself) | κατατάσσομαι εθελοντικά ρ αμ + επίρ |
| He volunteered himself at the outbreak of war. |