WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| the Enlightenment n | historical (18th century: power of reason) | Διαφωτισμός ουσ αρσ κύρ |
| | Reason began to push aside religious faith in the Enlightenment. |
| | Κατά το Διαφωτισμό η λογική άρχισε να παραμερίζει την θρησκευτική πίστη. |
| enlightenment n | (state: spiritual understanding) | φώτιση ουσ θηλ |
| | The Buddha is said to have attained full enlightenment. |
| | Ο Βούδας λέγεται πως είχε κατακτήσει την απόλυτη φώτιση. |
| enlightenment n | (clarification, understanding) | διαφώτιση ουσ θηλ |
| | | επεξήγηση, εξήγηση ουσ θηλ |
| | The teacher's explanation was the enlightenment all the students had been waiting for. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η διαφώτιση του προσωπικού της εταιρείας ήλθε από έναν εξωτερικό σύμβουλο που προσέλαβε η διοίκηση. |