enlightenment

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations'enlightenment', 'Enlightenment': /ɪnˈlaɪtənmənt/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(en lītn mənt)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
the Enlightenment n historical (18th century: power of reason)Διαφωτισμός ουσ αρσ κύρ
 Reason began to push aside religious faith in the Enlightenment.
 Κατά το Διαφωτισμό η λογική άρχισε να παραμερίζει την θρησκευτική πίστη.
enlightenment n (state: spiritual understanding)φώτιση ουσ θηλ
 The Buddha is said to have attained full enlightenment.
 Ο Βούδας λέγεται πως είχε κατακτήσει την απόλυτη φώτιση.
enlightenment n (clarification, understanding)διαφώτιση ουσ θηλ
  επεξήγηση, εξήγηση ουσ θηλ
 The teacher's explanation was the enlightenment all the students had been waiting for.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η διαφώτιση του προσωπικού της εταιρείας ήλθε από έναν εξωτερικό σύμβουλο που προσέλαβε η διοίκηση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'enlightenment' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the Age of Enlightenment, searching for spiritual enlightenment, seeking (spiritual) enlightenment, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση enlightenment στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «enlightenment».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!