Κύριες μεταφράσεις |
dream⇒ vi | (have a dream) | βλέπω όνειρο περίφρ |
| | ονειρεύομαι ρ αμ |
| (κάποιον/κάτι) | ονειρεύομαι ρ μ |
| (κάποιον/κάτι) | βλέπω στον ύπνο μου περίφρ |
| I've been dreaming a lot lately. |
| Βλέπω πολλά όνειρα τελευταία. |
| Ονειρεύομαι συχνά τελευταία. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ονειρεύτηκα τη γιαγιά μου προχθές. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είδα στον ύπνο μου τη γιαγιά μου προχθές. |
dream that vtr | (with clause: imagine while asleep) (ότι/πως) | ονειρεύομαι ρ μ |
| | βλέπω στον ύπνο μου περίφρ |
| I dreamed that you would come. |
| Ονειρεύτηκα πως θα έρθεις. |
dream of [sth], dream about [sth] vi + prep | (daydream) (μεταφορικά: μελλοντική εικόνα) | ονειρεύομαι ρ μ |
| (παρελθοντική εικόνα) | αναπολώ ρ μ |
| All day long, she dreamed of their honeymoon. |
| Ονειρευόταν τον μήνα του μέλιτος όλη μέρα. |
| Αναπολούσε τον μήνα του μέλιτος όλη μέρα. |
dream of [sth], dream about [sth] vi + prep | (fantasize) | ονειρεύομαι ρ μ |
| | φαντασιώνομαι, φαντασιώνω ρ μ |
| She dreams about becoming an astronaut. |
| Ονειρεύεται να γίνει αστροναύτης. |
| Φαντασιώνεται (or: φαντασιώνει) ότι θα γίνει αστροναύτης. |
dream of doing [sth] vi + prep | figurative (aspire) (να κάνω κάτι) | ονειρεύομαι, εύχομαι ρ μ |
| Many teenagers dream of becoming pop stars, but few have the talent to make it happen. |
| Πολλοί έφηβοι ονειρεύονται (or: εύχονται) να γίνουν αστέρια της ποπ μουσικής, λίγοι όμως έχουν το ταλέντο να τα καταφέρουν. |
dream of doing [sth] v expr | figurative (conceive) (να κάνω κάτι) | διανοούμαι ρ μ |
| | μου περνάει από το μυαλό έκφρ |
Σχόλιο: used especially where there is a doubt or a negative |
| They wouldn't dream of going to Paris without seeing Michel! |
| Δεν θα το διανοούνταν να πάνε στο Παρίσι χωρίς να δουν τον Μισέλ! |
| Δεν θα τους πέρναγε απ' το μυαλό να πάνε στο Παρίσι χωρίς να δουν τον Μισέλ! |
dream n | (sleep images) | όνειρο ουσ ουδ |
| I had a funny dream last night. |
| Είδα ένα περίεργο όνειρο χθες το βράδυ. |
dream n | (daydream, reverie) | ονειροπόληση ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | κόσμος ουσ αρσ |
| (λόγιος) | όνειρο ουσ ουδ |
| He spends all day in his own dreams. |
| Περνάει όλη τη μέρα με τις ονειροπολήσεις του. |
| Περνάει όλη τη μέρα στον κόσμο του. |
dream n | figurative (hope) (μεταφορικά) | ονειρεύομαι ρ μ |
| | εύχομαι ρ μ |
| I have a dream that one day we will all live in peace. |
| Ονειρεύομαι ότι μια μέρα θα ζούμε όλοι ειρηνικά. |
Σύνθετοι τύποι:
|
American dream n | (ideal of prosperity) (μεταφορικά) | το αμερικάνικο όνειρο εκφρ |
| They are second-generation immigrants who are living the American dream. |
| Είναι μετανάστες δεύτερης γενιάς που ζουν το αμερικάνικο όνειρο. |
bad dream n | (nightmare) | κακό όνειρο επίθ + ουσ αρσ |
| | εφιάλτης ουσ αρσ |
| I had a bad dream last night about failing all my exams. |
bad dream n | figurative (unpleasant situation) (μεταφορικά) | εφιάλτης ουσ αρσ |
| | εφιαλτικός επίθ |
| Yesterday was a bad dream. Everything went wrong. |
dare to dream v expr | figurative (be ambitious) | τολμώ να ονειρευτώ, τολμώ να ονειρεύομαι περίφρ |
| | τολμάω να ονειρευτώ, τολμάω να ονειρεύομαι περίφρ |
dream come true n | figurative (desire becomes reality) | όνειρο που έγινε πραγματικότητα περίφρ |
| Getting promoted was a dream come true for her. |
dream girl n | (idealized woman) (ιδανική γυναίκα) | γυναίκα των ονείρων μου ουσ θηλ |
| Sometimes a dream girl is just a dream. |
dream girl n | (desirable young woman) (επιθυμητή γυναίκα) | γυναίκα των ονείρων μου ουσ θηλ |
| The calendar features a collection of dream girls in bikinis. |
dream house n | (ideal house for [sb]) | το σπίτι των ονείρων μου έκφρ |
| My dream house would be a villa with a swimming pool. |
dream job n | informal (desired or ideal occupation) (καθομιλουμένη) | ιδανική δουλειά έκφρ |
| My old job was a nightmare but this one's truly a dream job. |
dream life n | (what is experienced in dreams) | τα όνειρα άρθ ορ + ουσ ουδ πλ |
| | ότι βλέπω στον ύπνο μου έκφρ |
dream life n | figurative (ideal lifestyle) (μεταφορικά) | η ζωή των ονείρων μου, η ζωή που ονειρεύομαι έκφρ |
Dream on! interj | informal (It isn't true) | Κάνε όνειρα! έκφρ |
| | Και μετά ξύπνησες! έκφρ |
| “I'm going to be a billionaire one day,” said Kate. "Dream on!" Sarah replied. |
dream state n | (mental state when you dream) | ονειρική κατάσταση ουσ θηλ |
| Gary was wandering around, his eyes glazed over as if in a dream state. |
dream team n | (perfect team) | ιδανική ομάδα επίθ + ουσ θηλ |
| | ομάδα-όνειρο ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | ντριμ τιμ, dream team ουσ θηλ άκλ |
dream world n | (idealization, fantasy) | ο κόσμος των ονείρων μου φρ ως ουσ αρσ |
| In my dream world, I'm as young and healthy as I was 30 years ago. |
| Στον κόσμο των ονείρων μου είμαι όσο νέος και υγιής ήμουν 30 χρόνια πριν. |
fever dream n | (delirium) (από πυρετό) | παραλήρημα ουσ ουδ |
in a dream expr | figurative (in a trance) (μεταφορικά) | σε όνειρο έκφρ |
| | στον κόσμο μου έκφρ |
| She's in love and walks around in a dream. |
| Είναι ερωτευμένη και κυκλοφορεί σαν σε όνειρο. |
| Είναι ερωτευμένη και είναι στον κόσμο της. |
pipe dream n | figurative (unattainable wish) | χίμαιρα, ουτοπία ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | όνειρο θερινής νυκτός φρ ως ουσ ουδ |
| You have to admit that world peace is rather a pipe dream. |
pipe-dream⇒ vi | (fantasize) | ονειροπολώ ρ αμ |
| | ονειρεύομαι ρ αμ |
| (μεταφορικά) | κάνω όνειρα θερινής νυκτός έκφρ |
| You want to be a famous singer, even though you're tone deaf? I'd say it's time to stop pipe-dreaming. |
wet dream n | informal (sexual dream causing ejaculation) | ονείρωξη ουσ θηλ |
| I could tell when I did the laundry that my son had started having wet dreams. |