dream

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈdriːm/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/drim/ ,USA pronunciation: respelling(drēm)

Inflections of 'dream' (v): (⇒ conjugate)
The past form "dreamt" is mainly used in UK English. It is correct in US English, but rare. "Dreamed" is correct in both US and UK English.
dreams
v 3rd person singular
dreaming
v pres p
dreamed
v past (US & UK)
dreamt
v past (Mainly UK)
dreamed
v past p (US & UK)
dreamt
v past p (Mainly UK)
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dream vi (have a dream)βλέπω όνειρο περίφρ
  ονειρεύομαι ρ αμ
  (κάποιον/κάτι)ονειρεύομαι ρ μ
  (κάποιον/κάτι)βλέπω στον ύπνο μου περίφρ
 I've been dreaming a lot lately.
 Βλέπω πολλά όνειρα τελευταία.
 Ονειρεύομαι συχνά τελευταία.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ονειρεύτηκα τη γιαγιά μου προχθές.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είδα στον ύπνο μου τη γιαγιά μου προχθές.
dream that vtr (with clause: imagine while asleep) (ότι/πως)ονειρεύομαι ρ μ
  βλέπω στον ύπνο μου περίφρ
 I dreamed that you would come.
 Ονειρεύτηκα πως θα έρθεις.
dream of [sth],
dream about [sth]
vi + prep
(daydream) (μεταφορικά: μελλοντική εικόνα)ονειρεύομαι ρ μ
  (παρελθοντική εικόνα)αναπολώ ρ μ
 All day long, she dreamed of their honeymoon.
 Ονειρευόταν τον μήνα του μέλιτος όλη μέρα.
 Αναπολούσε τον μήνα του μέλιτος όλη μέρα.
dream of [sth],
dream about [sth]
vi + prep
(fantasize)ονειρεύομαι ρ μ
  φαντασιώνομαι, φαντασιώνω ρ μ
 She dreams about becoming an astronaut.
 Ονειρεύεται να γίνει αστροναύτης.
 Φαντασιώνεται (or: φαντασιώνει) ότι θα γίνει αστροναύτης.
dream of doing [sth] vi + prep figurative (aspire) (να κάνω κάτι)ονειρεύομαι, εύχομαι ρ μ
 Many teenagers dream of becoming pop stars, but few have the talent to make it happen.
 Πολλοί έφηβοι ονειρεύονται (or: εύχονται) να γίνουν αστέρια της ποπ μουσικής, λίγοι όμως έχουν το ταλέντο να τα καταφέρουν.
dream of doing [sth] v expr figurative (conceive) (να κάνω κάτι)διανοούμαι ρ μ
  μου περνάει από το μυαλό έκφρ
Σχόλιο: used especially where there is a doubt or a negative
 They wouldn't dream of going to Paris without seeing Michel!
 Δεν θα το διανοούνταν να πάνε στο Παρίσι χωρίς να δουν τον Μισέλ!
 Δεν θα τους πέρναγε απ' το μυαλό να πάνε στο Παρίσι χωρίς να δουν τον Μισέλ!
dream n (sleep images)όνειρο ουσ ουδ
 I had a funny dream last night.
 Είδα ένα περίεργο όνειρο χθες το βράδυ.
dream n (daydream, reverie)ονειροπόληση ουσ θηλ
  (μεταφορικά)κόσμος ουσ αρσ
  (λόγιος)όνειρο ουσ ουδ
 He spends all day in his own dreams.
 Περνάει όλη τη μέρα με τις ονειροπολήσεις του.
 Περνάει όλη τη μέρα στον κόσμο του.
dream n figurative (hope) (μεταφορικά)ονειρεύομαι ρ μ
  εύχομαι ρ μ
 I have a dream that one day we will all live in peace.
 Ονειρεύομαι ότι μια μέρα θα ζούμε όλοι ειρηνικά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dream n figurative ([sb], [sth] beautiful) (μτφ: όμορφος, ωραίος)όνειρο ουσ ως επίθ
  ζωγραφιά ουσ ως επίθ
 His new sportscar is a dream!
 Το καινούριο του αμάξι είναι ένα όνειρο!
dream n (fantasy, wish)όνειρο ουσ ουδ
  (συνήθως ανέφικτο)φαντασίωση ουσ θηλ
 His silly dreams will never become reality.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
dream [sth] up,
dream up [sth]
vtr phrasal sep
(invent: [sth] outlandish)σκαρφίζομαι ρ μ
  μου έρχεται κτ έκφρ
  εφευρίσκω ρ μ
 How did you ever dream up a silly idea like that?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
American dream n (ideal of prosperity) (μεταφορικά)το αμερικάνικο όνειρο εκφρ
 They are second-generation immigrants who are living the American dream.
 Είναι μετανάστες δεύτερης γενιάς που ζουν το αμερικάνικο όνειρο.
bad dream n (nightmare)κακό όνειρο επίθ + ουσ αρσ
  εφιάλτης ουσ αρσ
 I had a bad dream last night about failing all my exams.
bad dream n figurative (unpleasant situation) (μεταφορικά)εφιάλτης ουσ αρσ
  εφιαλτικός επίθ
 Yesterday was a bad dream. Everything went wrong.
dare to dream v expr figurative (be ambitious)τολμώ να ονειρευτώ, τολμώ να ονειρεύομαι περίφρ
  τολμάω να ονειρευτώ, τολμάω να ονειρεύομαι περίφρ
dream come true n figurative (desire becomes reality)όνειρο που έγινε πραγματικότητα περίφρ
 Getting promoted was a dream come true for her.
dream girl n (idealized woman) (ιδανική γυναίκα)γυναίκα των ονείρων μου ουσ θηλ
 Sometimes a dream girl is just a dream.
dream girl n (desirable young woman) (επιθυμητή γυναίκα)γυναίκα των ονείρων μου ουσ θηλ
 The calendar features a collection of dream girls in bikinis.
dream house n (ideal house for [sb])το σπίτι των ονείρων μου έκφρ
 My dream house would be a villa with a swimming pool.
dream job n informal (desired or ideal occupation) (καθομιλουμένη)ιδανική δουλειά έκφρ
 My old job was a nightmare but this one's truly a dream job.
dream life n (what is experienced in dreams)τα όνειρα άρθ ορ + ουσ ουδ πλ
  ότι βλέπω στον ύπνο μου έκφρ
dream life n figurative (ideal lifestyle) (μεταφορικά)η ζωή των ονείρων μου, η ζωή που ονειρεύομαι έκφρ
Dream on! interj informal (It isn't true)Κάνε όνειρα! έκφρ
  Και μετά ξύπνησες! έκφρ
 “I'm going to be a billionaire one day,” said Kate. "Dream on!" Sarah replied.
dream state n (mental state when you dream)ονειρική κατάσταση ουσ θηλ
 Gary was wandering around, his eyes glazed over as if in a dream state.
dream team n (perfect team)ιδανική ομάδα επίθ + ουσ θηλ
  ομάδα-όνειρο ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)ντριμ τιμ, dream team ουσ θηλ άκλ
dream world n (idealization, fantasy)ο κόσμος των ονείρων μου φρ ως ουσ αρσ
 In my dream world, I'm as young and healthy as I was 30 years ago.
 Στον κόσμο των ονείρων μου είμαι όσο νέος και υγιής ήμουν 30 χρόνια πριν.
fever dream n (delirium) (από πυρετό)παραλήρημα ουσ ουδ
in a dream expr figurative (in a trance) (μεταφορικά)σε όνειρο έκφρ
  στον κόσμο μου έκφρ
 She's in love and walks around in a dream.
 Είναι ερωτευμένη και κυκλοφορεί σαν σε όνειρο.
 Είναι ερωτευμένη και είναι στον κόσμο της.
pipe dream n figurative (unattainable wish)χίμαιρα, ουτοπία ουσ θηλ
  (μεταφορικά)όνειρο θερινής νυκτός φρ ως ουσ ουδ
 You have to admit that world peace is rather a pipe dream.
pipe-dream vi (fantasize)ονειροπολώ ρ αμ
  ονειρεύομαι ρ αμ
  (μεταφορικά)κάνω όνειρα θερινής νυκτός έκφρ
 You want to be a famous singer, even though you're tone deaf? I'd say it's time to stop pipe-dreaming.
wet dream n informal (sexual dream causing ejaculation)ονείρωξη ουσ θηλ
 I could tell when I did the laundry that my son had started having wet dreams.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'dream' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: dream about [her, the war, an event], a [strange, nice, bad, scary, sex, wet] dream, is my dream [home, car, vacation], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση dream στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «dream».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!