• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: draining, drain

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
draining adj (exhausting)εξαντλητικός επίθ
  εξουθενωτικός επίθ
 Running the marathon was a draining experience.
draining n (emptying of water)αποστράγγιση ουσ θηλ
  άδειασμα ουσ ουδ
 Mike began the draining of the swimming pool.
draining n (removal of water)σούρωμα ουσ ουδ
  στράγγισμα ουσ ουδ
 The draining of the vegetables is an important stage of the recipe.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
drain n (water pipe)σωλήνας ουσ αρσ
  (μέσα σε σπίτι)σιφόνι ουσ ουδ
 The water ran down the drain.
 Το νερό έτρεξε στο σιφόνι.
drain n (depletion)κτ που εξαντλεί κτ περίφρ
 This project is too expensive; it's a drain on our resources.
 Το έργο παραείναι ακριβό, έχει εξαντλήσει τα κεφάλαιά μας.
drain [sth] vtr (empty)αδειάζω ρ μ
  (λίμνη, βάλτος)αποστραγγίζω ρ μ
 The farmer drained the pond.
 Ο αγρότης άδειασε το νερόλακκο.
drain [sth] vtr (separate liquid)στραγγίζω, σουρώνω ρ μ
 Simon cooked the potatoes and then drained them.
 Ο Σάιμον μαγείρεψε τις πατάτες και μετά τις στράγγισε.
drain [sth] vtr figurative (energy or resource) (μεταφορικά)στραγγίζω ρ μ
  (ενέργεια)απομυζώ ρ μ
 Nancy drained her bank account.
 Η Νάνσυ στράγγιξε τον τραπεζικό λογαριασμό της.
drain vi (water)φεύγω ρ αμ
  στραγγίζω ρ αμ
 The soil was soaked and the water took ages to drain.
 Το χώμα είχε ποτίσει και το νερό πήρε καιρό να φύγει (or: στραγγίξει).
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
drain n (medicine: device to draw off fluid)παροχέτευση ουσ θηλ
 The doctors fitted Chris with a drain to draw the fluid off his lungs.
drain [sth] vtr (empty by drinking)αδειάζω ρ μ
  (μεταφορικά)στραγγίζω ρ μ
 Jeremy drained his glass.
drain [sth] vtr (medicine: draw off fluid)αποστραγγίζω ρ μ
 The nurse used a needle to drain the abscess.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
drain | draining
ΑγγλικάΕλληνικά
drain away vi phrasal figurative (be gradually lost) (μεταφορικά)αργοσβήνω, χάνομαι, λιώνω ρ αμ
 Her strength drained away as she neared the mountain's summit.
 Οι δυνάμεις της άρχισαν να χάνονται όσο πλησίαζε προς την κορυφή του βουνού.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
draining | drain
ΑγγλικάΕλληνικά
drainboard (US),
draining board (UK)
n
(surface by a sink for draining dishes) (σε νεροχύτη)πλάκα αποστράγγισης φρ ως ουσ θηλ
  επιφάνεια αποστράγγισης φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'draining' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση draining στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «draining».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!