dramatic

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/drəˈmætɪk/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/drəˈmætɪk/ ,USA pronunciation: respelling(drə matik)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dramatic adj (with drama)επεισοδιακός επίθ
  (συνήθως άσχημος)δραματικός επίθ
  (άσχημη εξέλιξη)τραγικός επίθ
 The dramatic events of the afternoon started when two armed men ran into the bank.
 Τα επεισοδιακά γεγονότα του απογεύματος ξεκίνησαν όταν δύο ένοπλοι άντρες μπήκαν μέσα στην τράπεζα.
dramatic adj (change: noticeable, big) (μεταφορικά)δραματικός επίθ
  σημαντικός επίθ
  μεγάλος επίθ
  έντονος επίθ
 The dramatic changes to the town made it almost unrecognizable.
 Adam's dramatic weight loss surprised everybody.
 Οι δραματικές αλλαγές στην πόλη την έκαναν σχεδόν αγνώριστη.
 Η μεγάλη απώλεια βάρους του Άνταμ εξέπληξε τους πάντες.
dramatic adj (related to drama)δραματικός επίθ
  θεατρικός επίθ
 Marion is attending a course on writing dramatic dialogue.
 Η Μάριον παρακολουθεί ένα μάθημα συγγραφής θεατρικού διαλόγου.
dramatic adj (person)υπερβολικός επίθ
  μελοδραματικός επίθ
 Don't worry about Jenny. She's not really that upset; she's just being dramatic.
 Μην ανησυχείς για την Τζένυ. Δεν είναι τόσο αναστατωμένη στην πραγματικότητα, είναι απλά υπερβολική.
 Μην ανησυχείς για την Τζένυ. Δεν είναι τόσο αναστατωμένη στην πραγματικότητα, είναι απλά μελοδραματική.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dramatic adj (adding to effect)που προσθέτει δράμα περίφρ
 The dressmaker finished the skirt with a series of dramatic flounces.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
dramatic irony n (literary device)τραγική ειρωνεία επίθ + ουσ θηλ
dramatic play n (role playing for fun, esp. by children)θεατρικό παιχνίδι επίθ + ουσ ουδ
dramatic series n formal (TV drama: in parts) (τηλεόραση)δραματική σειρά ουσ θηλ
 She won the award for being the best actress in a dramatic series.
nondramatic,
non-dramatic
adj
(not theatrical)μη δραματικός περίφρ
  μη θεατρικός περίφρ
nondramatic,
non-dramatic
adj
(slight or subtle)μη προσποιητός, μη θεατρινίστικος περίφρ
  ανεπιτήδευτος, διακριτικός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'dramatic' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: in a dramatic turn of events, a dramatic upset (against), a dramatic [ending, story, movie, scene, speech], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση dramatic στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «dramatic».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!