• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: distancing, distance

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
distancing n (social distancing)αποστασιοποίηση ουσ θηλ
distancing adj (creating distance from [sth])αποστασιοποίησης, απόστασης ουσ θηλ
  που προσφέρει αποστασιοποίηση περίφρ
  που δημιουργεί απόσταση περίφρ
 The writer's use of a third-person narrator creates a distancing effect.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
distance n (linear measure)απόσταση ουσ θηλ
 The distance between the poles is about twenty metres.
 Η απόσταση ανάμεσα στους στύλους είναι περίπου είκοσι μέτρα.
distance n (imprecise distance)απόσταση ουσ θηλ
 The barn is some distance from here, so it will take you at least five minutes to reach it by car.
 Το αγρόκτημα είναι σε κάποια απόσταση, οπότε θα σας πάρει τουλάχιστον πέντε λεπτά με το αυτοκίνητο για να φτάσετε.
distance n (limit of sight)απόσταση ουσ θηλ
 On days with good visibility, you can see for a distance of more than 20 miles.
 Τις μέρες με καλή ορατότητα, μπορείς να δεις σε απόσταση μεγαλύτερη των 20 μιλίων.
distance yourself from [sth/sb] v expr (keep away from)απομονώνομαι από κτ/κπ, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ ρ αμ + πρόθ
  κρατώ τις αποστάσεις μου από κτ/κπ έκφρ
 Preferring solitude, I distanced myself from the group.
distance yourself from [sth/sb] v expr figurative (not associate with)αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ ρ αμ + πρόθ
  κρατάω τις αποστάσεις μου από κτ/κπ έκφρ
 The candidate was advised to distance himself from his former wife.
 Συμβούλεψαν τον υποψήφιο να αποστασιοποιηθεί από την πρώην σύζυγό του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
distance n (measurement of time)διαφορά ουσ θηλ
 There is a distance of some two hours between the arrival and departure of that flight.
distance [sb] vtr (leave behind, outrun)αφήνω κπ πίσω μου έκφρ
  παίρνω απόσταση από κπ έκφρ
  απομακρύνομαι από κπ ρ αμ + πρόθ
 The Swedish runner had distanced everyone before the end of the first lap.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
distancing | distance
ΑγγλικάΕλληνικά
social distancing,
physical distancing
n
(maintaining space between people)κοινωνική αποστασιοποίηση επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'distancing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση distancing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «distancing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!