damaging

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈdæmɪdʒɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(dami jing)

From the verb damage: (⇒ conjugate)
damaging is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: damaging, damage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
damaging adj (causing damage)καταστροφικός, καταστρεπτικός επίθ
  (επίσημο)βλαβερός, επιβλαβής επίθ
  που προκαλεί ζημιές περίφρ
 Damaging winds blew all night long.
damaging adj (harmful to reputation)καταστροφικός επίθ
  (επίσημο)επιβλαβής επίθ
  που βλάπτει περίφρ
 The scandal was most damaging to the mayor.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
damage n (physical harm)ζημιά, βλάβη ουσ θηλ
 The damage to the truck was extensive.
 Η ζημιά στο φορτηγό ήταν εκτεταμένη.
damage n figurative (detrimental effect)ζημιά ουσ θηλ
  πλήγμα ουσ ουδ
 He never recovered from the damage to his reputation caused by the bribery scandal.
 Ποτέ δεν ανάκτησε τη φήμη του από το πλήγμα που δέχτηκε με αφορμή το σκάνδαλο δωροδοκίας.
damages npl (law: compensation) (χρηματική)αποζημίωση ουσ θηλ
 The judge ordered the defendant to pay one thousand dollars in damages.
 Ο δικαστής διέταξε τον κατηγορούμενο να πληρώσει χίλια δολάρια για αποζημιώσεις.
damage [sth] vtr (cause physical harm to)καταστρέφω ρ μ
  (σε κάτι)προξενώ ζημιά, προκαλώ ζημιά περίφρ
 The tree damaged the car when it fell on it.
 Το δέντρο κατέστρεψε το αυτοκίνητο όταν έπεσε πάνω του.
 Το δέντρο προξένησε ζημιά (or: προκάλεσε ζημιά) στο αυτοκίνητο όταν έπεσε πάνω του.
damage [sth] vtr figurative (be detrimental to)βλάπτω ρ μ
  κάνω κακό περίφρ
  ζημιώνω ρ μ
  (μεταφορικά)καταστρέφω ρ μ
 The news of the bribery of his aide damaged his reputation.
 Τα νέα της δωροδοκίας του βοηθού του έβλαψαν (or: έκαναν κακό, κατέστρεψαν) τη φήμη του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
damage n slang, figurative (cost) (αργκό)λυπητερή επίθ ως ουσ θηλ
  (μεταφορικά: κόστος)ζημιά ουσ θηλ
 Waiter, please bring the bill so I can see the damage!
 What's the damage?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
damage | damaging
ΑγγλικάΕλληνικά
brain damage n (injury to the brain)εγκεφαλική βλάβη ουσ θηλ
 The driver suffered severe brain damage in the accident.
brain damage n (impaired mental functioning)εγκεφαλική βλάβη ουσ θηλ
 The patient's brain damage prevents control of bodily movements.
collateral damage n (civilian deaths in military attack)παράπλευρες απώλειες επίθ + ουσ θηλ
collateral damage n (incidental damage)παράπλευρη απώλεια επίθ + ουσ θηλ
 The police inspected the collateral damage from the shooting.
damage control n (reduction of loss by fire, etc.)έλεγχος ζημιών φρ ως ουσ αρσ
  διαχείριση ζημιών φρ ως ουσ θηλ
  περιορισμός βλαβών φρ ως ουσ αρσ
  αντιμετώπιση βλαβών φρ ως ουσ αρσ
damage control n (reducing damage to reputation)έλεγχος ζημιάς φρ ως ουσ αρσ
  διαχείριση ζημιάς φρ ως ουσ θηλ
  περιορισμός βλαβών φρ ως ουσ αρσ
long-term damage n (harm extending into the future)μακροπρόθεσμη ζημία επίθ + ουσ θηλ
  μακροπρόθεσμη βλάβη επίθ + ουσ θηλ
psychological damage n (adverse mental effects)ψυχολογικό τραύμα φρ ως ουσ ουδ
  ψυχολογική βλάβη φρ ως ουσ θηλ
sun damage n (skin harmed by overexposure to sun) (στο δέρμα)βλάβη από τον ήλιο περίφρ
thermal damage n (deterioration due to heat)θερμική βλάβη επίθ + ουσ θηλ
water damage n (harm caused by leak or flood)ζημιά που προκλήθηκε από διαρροή νερού ουσ θηλ
 After the flood we had to replace our kitchen units because of water damage.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'damaging' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση damaging στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «damaging».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!