dam

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈdæm/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/dæm/ ,USA pronunciation: respelling(dam)

Inflections of 'dam' (v): (⇒ conjugate)
dams
v 3rd person singular
damming
v pres p
dammed
v past
dammed
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dam n (water barrier)φράγμα ουσ ουδ
 Behind the dam is a large, calm pond suitable for swimming in.
 Πίσω απ΄ το φράγμα υπάρχει μια μεγάλη γαλήνια λίμνη κατάλληλη για κολύμπι.
dam n (animal: female parent) (για ζώα)μητέρα ουσ θηλ
 The lambs and their dam paraded across the road.
 Τα αρνιά και οι μητέρες τους περπατούσαν κατά μήκος του δρόμου.
dam [sth] vtr (block flow)φράζω, φράσσω ρ μ
  (κατασκευή: σε κτ)φτιάχνω φράγμα, κατασκευάζω φράγμα περίφρ
 They dammed the stream to create a waterfall.
 Έφτιαξαν φράγμα στον ποταμό για να δημιουργήσουν έναν καταρράχτη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dam n (body of water)ταμιευτήρας ουσ αρσ
  τεχνητή λίμνη επίθ + ουσ θηλ
 Canoes and rowboats are allowed in the dam, but no boats with motors.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
dam [sth] up vtr phrasal sep (block flow)κατασκευάζω φράγμα σε κτ περίφρ
 We need to dam up the river to prevent a flood.
dam [sth] up vtr phrasal sep figurative (feelings: repress)καταπιέζω, συγκρατώ ρ μ
  (μεταφορικά)καταπνίγω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
dental dam,
rubber dam
n
(dental sheet) (οδοντιατρικό εξάρτημα)οδοντικό διάφραγμα, στοματικό διάφραγμα επίθ + ουσ ουδ
dental dam n (condom for oral sex) (για στοματικό σεξ σε γυναίκα)στοματικό διάφραγμα επίθ + ουσ ουδ
not give a tinker's damn,
not give a tinker's dam,
not give a tinker's cuss
v expr
potentially offensive, informal (not care at all) (μεταφορικά)δεν μου καίγεται καρφί, δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω δεκάρα τσακιστή έκφρ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά, προσβλητικό)χέστηκα ρ αμ
give a tinker's damn,
give a tinker's dam,
give a tinker's cuss
v expr
potentially offensive, informal (care, be concerned) (μεταφορικά)μου καίγεται καρφί, δίνω δεκάρα, δίνω δεκάρα τσακιστή έκφρ
rubber dam n (dental sheet) (οδοντιατρικό εξάρτημα)ελαστικός απομονωτήρας επίθ + ουσ αρσ
 When I go to the dentist I don't mind the shot of novocaine; it's the rubber dam I can't stand.
water under the bridge,
US also: water over the dam
expr
(passed and unimportant)περασμένα ξεχασμένα έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'dam' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the dam [walls, parts, sections], [construct, build, design, put up] a dam, build a dam to [prevent, avoid, stop] (flooding), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση dam στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «dam».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!